Anonymous

φανάρι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[φανάριον]], ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υαλόφρακτο [[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται για [[προφύλαξη]] η φωτεινή [[πηγή]], [[φανός]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[μέσο]] φωτισμού τών [[δρόμων]]<br /><b>3.</b> (κν. ονομ.) [[καθένας]] από τους φανούς του αυτοκινήτου («μού 'σπασε το αριστερό [[φανάρι]]»)<br /><b>3.</b> [[μικρός]] και [[φορητός]] [[ηλεκτρικός]] [[φανός]], [[φακός]]<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> α) [[φανός]] στην [[ξηρά]] ή [[πάνω]] σε ύφαλο που χρησιμεύει για [[καθοδήγηση]] τών ναυτιλλομένων, [[μικρός]] [[φάρος]]<br />β) [[είδος]] καρυόκομβου<br /><b>5.</b> ο [[σηματοδότης]] για τη [[ρύθμιση]] της οδικής κυκλοφορίας<br /><b>6.</b> (παλαιότερα) κρεμαστό [[σκεύος]] από [[λεπτό]] [[συρματόπλεγμα]] κατάλληλο για τη [[φύλαξη]] και [[διατήρηση]] τών τροφίμων<br /><b>7.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φανάρι</i><br />[[συνοικία]] της Κωνσταντινουπόλεως στη νότια [[παραλία]] του Κερατίου, η οποία πήρε την [[ονομασία]] της από τον φάρο που υπήρχε στην [[αποβάθρα]] του λιμανιού της και η οποία [[μετά]] την Άλωση παραχωρήθηκε στους Έλληνες, όπου το 1603 εγκαταστάθηκε και το Πατριαρχείο, [[γεγονός]] που οδήγησε στην ανάδειξή της σε θρησκευτικό και πνευματικό [[κέντρο]] της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φανάρι]] της κόφας»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[επιθωράκιος]] [[φανός]] τών πλοίων<br />β) «το [[φανάρι]] του Διογένη»<br />(στην Αθήνα) το αρχαίο χορηγικό [[μνημείο]] του Λυσικράτους<br />γ) «έγινε [[φανάρι]]»<br /><b>μτφ.</b> αδυνάτησε υπερβολικά<br />δ) «κρατάει το [[φανάρι]]»<br /><b>μτφ.</b> βοηθάει έμμεσα ή παρευρίσκεται στις ερωτικές δραστηριότητες κάποιου άλλου<br />ε) «[[ψάχνω]] με το [[φανάρι]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ερευνώ]] επισταμένα<br />στ) «[[είναι]] φως [[φανάρι]]» — [[είναι]] ολοφάνερο<br /><b>μσν.</b><br />(με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[φανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φανός]] (Ι) «[[πυρσός]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=το / [[φανάριον]], ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υαλόφρακτο [[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται για [[προφύλαξη]] η φωτεινή [[πηγή]], [[φανός]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[μέσο]] φωτισμού τών [[δρόμων]]<br /><b>3.</b> (κν. ονομ.) [[καθένας]] από τους φανούς του αυτοκινήτου («μού 'σπασε το αριστερό [[φανάρι]]»)<br /><b>3.</b> [[μικρός]] και [[φορητός]] [[ηλεκτρικός]] [[φανός]], [[φακός]]<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> α) [[φανός]] στην [[ξηρά]] ή [[πάνω]] σε ύφαλο που χρησιμεύει για [[καθοδήγηση]] τών ναυτιλλομένων, [[μικρός]] [[φάρος]]<br />β) [[είδος]] καρυόκομβου<br /><b>5.</b> ο [[σηματοδότης]] για τη [[ρύθμιση]] της οδικής κυκλοφορίας<br /><b>6.</b> (παλαιότερα) κρεμαστό [[σκεύος]] από [[λεπτό]] [[συρματόπλεγμα]] κατάλληλο για τη [[φύλαξη]] και [[διατήρηση]] τών τροφίμων<br /><b>7.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φανάρι</i><br />[[συνοικία]] της Κωνσταντινουπόλεως στη νότια [[παραλία]] του Κερατίου, η οποία πήρε την [[ονομασία]] της από τον φάρο που υπήρχε στην [[αποβάθρα]] του λιμανιού της και η οποία [[μετά]] την Άλωση παραχωρήθηκε στους Έλληνες, όπου το 1603 εγκαταστάθηκε και το Πατριαρχείο, [[γεγονός]] που οδήγησε στην ανάδειξή της σε θρησκευτικό και πνευματικό [[κέντρο]] της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φανάρι]] της κόφας»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[επιθωράκιος]] [[φανός]] τών πλοίων<br />β) «το [[φανάρι]] του Διογένη»<br />(στην Αθήνα) το αρχαίο χορηγικό [[μνημείο]] του Λυσικράτους<br />γ) «έγινε [[φανάρι]]»<br /><b>μτφ.</b> αδυνάτησε υπερβολικά<br />δ) «κρατάει το [[φανάρι]]»<br /><b>μτφ.</b> βοηθάει έμμεσα ή παρευρίσκεται στις ερωτικές δραστηριότητες κάποιου άλλου<br />ε) «[[ψάχνω]] με το [[φανάρι]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ερευνώ]] επισταμένα<br />στ) «[[είναι]] φως [[φανάρι]]» — [[είναι]] ολοφάνερο<br /><b>μσν.</b><br />(με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[φανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φανός]] (Ι) «[[πυρσός]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. [[παιδάριον]])].
}}
}}