Anonymous

φοιτάς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />([[κυρίως]] ως τ. θηλ. του επιθ. [[φοιταλέος]])<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Κασσάνδρας και τών Βακχών) αυτή που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]] σαν [[παράφρων]]<br /><b>2.</b> (<b>με σημ. επιθ.</b>) α) μανιακή<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (για οδό) πολυσύχναστη<br /><b>3.</b> (με σημ. ουσ.) [[πόρνη]] που περιφέρεται στους δρόμους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φοιτὰς [[νόσος]]» — [[μανία]], [[παραφροσύνη]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «φοιτὰς [[ῥιπή]]» — η [[ασταθής]] [[κίνηση]] της φλόγας <b>(Τρυφιόδ.)</b><br />γ) «φοιτὰς ἐμπορίη» — το [[εμπόριο]] που διεξάγεται μέσω τών θαλάσσιων [[οδών]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τυπ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />([[κυρίως]] ως τ. θηλ. του επιθ. [[φοιταλέος]])<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Κασσάνδρας και τών Βακχών) αυτή που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]] σαν [[παράφρων]]<br /><b>2.</b> (<b>με σημ. επιθ.</b>) α) μανιακή<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (για οδό) πολυσύχναστη<br /><b>3.</b> (με σημ. ουσ.) [[πόρνη]] που περιφέρεται στους δρόμους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φοιτὰς [[νόσος]]» — [[μανία]], [[παραφροσύνη]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «φοιτὰς [[ῥιπή]]» — η [[ασταθής]] [[κίνηση]] της φλόγας <b>(Τρυφιόδ.)</b><br />γ) «φοιτὰς ἐμπορίη» — το [[εμπόριο]] που διεξάγεται μέσω τών θαλάσσιων [[οδών]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[τυπάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm