Anonymous

χερνής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. [[χερνάς]], -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. [[χερνῆτις]], -ήτιδος, και [[χερνῆσσα]], -ήσσης, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από την [[εργασία]] τών χεριών του, [[χειρώνακτας]], [[φτωχός]] (α. «γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ χερνῆτες<br />οὗτοι δ' εἰσίν, [[ὥσπερ]] σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]], στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», <b>Ευρ.</b><br />β. «χερνῆτα βίον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως <i>α΄</i> συνθετικό τη λ. [[χείρ]] (για τη [[μορφή]] <i>χερ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειρ]] και [[χέρνιψ]]), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως [[προς]] το β' συνθετικό. Κατά μία [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται στο ρ. <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[γνέθω]]» ([[πρβλ]]. [[νῆμα]], [[νήθω]]), [[άποψη]] η οποία στηρίζεται στη [[χρήση]] του θηλ. [[χερνῆτις]] στον στ. Μ 433 της <i>Ιλιάδας</i> για μια [[γυναίκα]] που γνέθει. Στη [[συνέχεια]] η σημ. της λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' [[επέκταση]] «εγδεής, [[φτωχός]]». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] της λ. [[χείρ]] στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε [[εργασία]], όπως [[είναι]] το [[γνέσιμο]], όπου η [[χρήση]] τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η οποία [[είναι]] πιθανή από σημασιολογική [[πλευρά]], [[αλλά]] προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. [[χερνής]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από έναν τ. <i>χερ</i>-<i>αρν</i>-<i>ητ</i>-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. [[ἄρνυμαι]] «[[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μισθ</i>-<i>αρνῶ</i>). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. [[χερνής]], υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. [[χέρνα]] με σημ. «[[πενία]]». Ο τ. [[χερνάς]] αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. [[χερνάς]], -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. [[χερνῆτις]], -ήτιδος, και [[χερνῆσσα]], -ήσσης, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από την [[εργασία]] τών χεριών του, [[χειρώνακτας]], [[φτωχός]] (α. «γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ χερνῆτες<br />οὗτοι δ' εἰσίν, [[ὥσπερ]] σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]], στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», <b>Ευρ.</b><br />β. «χερνῆτα βίον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως <i>α΄</i> συνθετικό τη λ. [[χείρ]] (για τη [[μορφή]] <i>χερ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειρ]] και [[χέρνιψ]]), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως [[προς]] το β' συνθετικό. Κατά μία [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται στο ρ. <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[γνέθω]]» ([[πρβλ]]. [[νῆμα]], [[νήθω]]), [[άποψη]] η οποία στηρίζεται στη [[χρήση]] του θηλ. [[χερνῆτις]] στον στ. Μ 433 της <i>Ιλιάδας</i> για μια [[γυναίκα]] που γνέθει. Στη [[συνέχεια]] η σημ. της λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' [[επέκταση]] «εγδεής, [[φτωχός]]». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] της λ. [[χείρ]] στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε [[εργασία]], όπως [[είναι]] το [[γνέσιμο]], όπου η [[χρήση]] τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η οποία [[είναι]] πιθανή από σημασιολογική [[πλευρά]], [[αλλά]] προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. [[χερνής]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από έναν τ. <i>χερ</i>-<i>αρν</i>-<i>ητ</i>-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. [[ἄρνυμαι]] «[[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]» ([[πρβλ]]. [[μισθαρνῶ]]). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. [[χερνής]], υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. [[χέρνα]] με σημ. «[[πενία]]». Ο τ. [[χερνάς]] αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}
{{lsm
{{lsm