Anonymous

ὁμόχρονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρονος]], -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]], [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόχρονος]], ίσης [[χρονικής]] διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόχρονη [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατά]] τον Δαρβίνο, [[μορφή]] κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς [[κατά]] την [[ηλικία]] που εμφανίστηκαν και στους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνομήλικος]], [[συνηλικιώτης]], [[σύγχρονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοχρόνως</i> και <i>ομόχρονα</i> (ΑΜ ὁμοχρόνως)<br />ταυτοχρόνως, συγχρόνως, [[κατά]] την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>χρονος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homochronous</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρονος]], -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]], [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόχρονος]], ίσης [[χρονικής]] διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόχρονη [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατά]] τον Δαρβίνο, [[μορφή]] κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς [[κατά]] την [[ηλικία]] που εμφανίστηκαν και στους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνομήλικος]], [[συνηλικιώτης]], [[σύγχρονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοχρόνως</i> και <i>ομόχρονα</i> (ΑΜ ὁμοχρόνως)<br />ταυτοχρόνως, συγχρόνως, [[κατά]] την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] ([[πρβλ]]. [[ισόχρονος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homochronous</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm