Anonymous

ῥαδινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και [[ῥοδανός]] και [[ῥαδαλός]] και [[ραδανός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[βραδινός]], -ίνα, -ον, Α<br />(για [[μέλη]] του σώματος και για πρόσ.)<br /><b>1.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[βεργολυγερός]] (α. «ραϊδινή [[παρθένα]] τους προσμένει», Γρυπ.<br />β. «στεφανώματα δ' [[εἴσω]] εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ [[Λάκαινα]] [[κόρη]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτός]] και [[επιμήκης]] («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κίονα) [[ευμεγέθης]]<br /><b>3.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ινός</i> / <i>βράδ</i>-<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκ</i>-<i>ινός</i>) εμφανίζει τους παράλληλους τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>) και <i>ῥαδ</i>-<i>αλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>αλός</i>) και [[επίσης]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- τον τ. [[ῥοδανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥοδάνη]], [[ῥοδανίζω]]). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «<i>ῥαδές τὸ [[ἀμφοτέρως]] ἐγκεκλιμένον</i> (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό <i>περι</i>-<i>ρρηδής</i> «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i>. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>α</i>/<i>ο</i>/<i>η</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] τών τ. τόσο με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- «[[στρίβω]], [[λυγίζω]]» όσο και με τη λ. [[ῥάδαμνος]] «[[βλαστός]]»].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και [[ῥοδανός]] και [[ῥαδαλός]] και [[ραδανός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[βραδινός]], -ίνα, -ον, Α<br />(για [[μέλη]] του σώματος και για πρόσ.)<br /><b>1.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[βεργολυγερός]] (α. «ραϊδινή [[παρθένα]] τους προσμένει», Γρυπ.<br />β. «στεφανώματα δ' [[εἴσω]] εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ [[Λάκαινα]] [[κόρη]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτός]] και [[επιμήκης]] («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κίονα) [[ευμεγέθης]]<br /><b>3.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ινός</i> / <i>βράδ</i>-<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[πυκινός]]) εμφανίζει τους παράλληλους τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[πιθανός]]) και <i>ῥαδ</i>-<i>αλός</i> ([[πρβλ]]. [[τροφαλός]]) και [[επίσης]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- τον τ. [[ῥοδανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥοδάνη]], [[ῥοδανίζω]]). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «<i>ῥαδές τὸ [[ἀμφοτέρως]] ἐγκεκλιμένον</i> (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό <i>περι</i>-<i>ρρηδής</i> «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i>. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>α</i>/<i>ο</i>/<i>η</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] τών τ. τόσο με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- «[[στρίβω]], [[λυγίζω]]» όσο και με τη λ. [[ῥάδαμνος]] «[[βλαστός]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm