Anonymous

ῥικνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥικνός]], -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῖα, -ύ Α<br />ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[γεμάτος]] ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί<br />ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />μουδιασμένος, μαζεμένος από το [[κρύο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥικνῶς</i><br />Α<br /><b>φρ.</b> «ῥικνῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]] από τα [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. [[ῥικνός]] και [[ῥοικός]] αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i>-<i>ei</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥαιβός]]) με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>κ</i>-. Ο τ. [[ῥικνός]] εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραγα</i>-<i>νός</i>), ενώ ο τ. [[ῥοικός]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. <i>r</i><i>ā</i><i>išas</i> «[[κουτσός]], [[παράλυτος]]», μέσ. αγγλ. <i>wr</i><i>ā</i><i>h</i> «[[τρελός]], [[πεισματάρης]]»].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥικνός]], -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῖα, -ύ Α<br />ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[γεμάτος]] ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί<br />ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />μουδιασμένος, μαζεμένος από το [[κρύο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥικνῶς</i><br />Α<br /><b>φρ.</b> «ῥικνῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]] από τα [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. [[ῥικνός]] και [[ῥοικός]] αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i>-<i>ei</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥαιβός]]) με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>κ</i>-. Ο τ. [[ῥικνός]] εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[τραγανός]]), ενώ ο τ. [[ῥοικός]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. <i>r</i><i>ā</i><i>išas</i> «[[κουτσός]], [[παράλυτος]]», μέσ. αγγλ. <i>wr</i><i>ā</i><i>h</i> «[[τρελός]], [[πεισματάρης]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm