Anonymous

λάσανον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάσανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (πολύ [[συχνά]] στον πληθ.) τὰ [[λάσανα]]<br />[[τρίπολη]] [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούσαν τη [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) [[έδρα]] για [[αποπάτηση]], [[καθοίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[έδρανον]], [[τρύπανον]]). Έχει αναχθεί σε ινδ. [[ρίζα]] <i>lndh</i>- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>randh</i>- «[[μαγειρεύω]]» και αρχ. πρωσ. <i>landan</i> «[[φαγητό]], [[έδεσμα]]». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο [[θέμα]] του η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>-].
|mltxt=[[λάσανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (πολύ [[συχνά]] στον πληθ.) τὰ [[λάσανα]]<br />[[τρίπολη]] [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούσαν τη [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) [[έδρα]] για [[αποπάτηση]], [[καθοίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[ἕδρανον|έδρανον]], [[τρύπανον]]). Έχει αναχθεί σε ινδ. [[ρίζα]] <i>lndh</i>- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>randh</i>- «[[μαγειρεύω]]» και αρχ. πρωσ. <i>landan</i> «[[φαγητό]], [[έδεσμα]]». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο [[θέμα]] του η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>-].
}}
}}
{{elru
{{elru