Anonymous

χρήσιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Undo revision 2936413 by Spiros (talk))
Tag: Undo
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χρήσιμος]], -ίμη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ος</i> Α<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί επωφελώς, [[ωφέλιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πολίτη) αυτός που προσφέρει επωφελείς υπηρεσίες στην [[πατρίδα]] του, [[χρηστός]]<br /><b>2.</b> (για [[τέμενος]]) αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί, [[πολυσύχναστος]]<br /><b>3.</b> (για [[διαθήκη]]) [[έγκυρος]]<br /><b>4.</b> (για [[νόμισμα]]) αυτός που ισχύει, που αποτελεί το συναλλακτικό [[μέσο]] μιας χώρας («[[νόμισμα]] οὐ χρήσιμον ἔξω», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρήσιμον</i><br />[[υπεροχή]], [[ανωτερότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρησίμως]] ΝΜΑ, και <i>χρήσιμα Ν</i><br />με χρήσιμο τρόπο, με επωφελή τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χρησίμως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. <i>χρή</i> και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- και κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. <i>γόν</i>-<i>ιμος</i>). Η [[αναγωγή]] της λ. στο θηλ. [[χρῆσις]] ([[πρβλ]]. [[βάσις]]: [[βάσιμος]], [[στάσις]]: [[στάσιμος]]) παραμένει πιθανή, [[χωρίς]], όμως, να θεωρείται και αναγκαία. Αρχική σημ. του επιθ. [[χρήσιμος]] [[είναι]] η σημ. «αυτός τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει [[κανείς]], αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει [[κανείς]] για [[βοήθεια]], [[ωφέλιμος]]», από όπου προήλθε η σημ. «[[καλός]], [[ικανός]]» με μια σημασιολογική [[εξέλιξη]] ανάλογη με αυτήν του επιθ. [[χρηστός]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>χρή</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[χρήσιμος]], -ίμη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ος</i> Α<br />(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί επωφελώς, [[ωφέλιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πολίτη) αυτός που προσφέρει επωφελείς υπηρεσίες στην [[πατρίδα]] του, [[χρηστός]]<br /><b>2.</b> (για [[τέμενος]]) αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί, [[πολυσύχναστος]]<br /><b>3.</b> (για [[διαθήκη]]) [[έγκυρος]]<br /><b>4.</b> (για [[νόμισμα]]) αυτός που ισχύει, που αποτελεί το συναλλακτικό [[μέσο]] μιας χώρας («[[νόμισμα]] οὐ χρήσιμον ἔξω», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρήσιμον</i><br />[[υπεροχή]], [[ανωτερότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρησίμως]] ΝΜΑ, και <i>χρήσιμα Ν</i><br />με χρήσιμο τρόπο, με επωφελή τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χρησίμως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. <i>χρή</i> και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- και κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[γόνιμος]]). Η [[αναγωγή]] της λ. στο θηλ. [[χρῆσις]] ([[πρβλ]]. [[βάσις]]: [[βάσιμος]], [[στάσις]]: [[στάσιμος]]) παραμένει πιθανή, [[χωρίς]], όμως, να θεωρείται και αναγκαία. Αρχική σημ. του επιθ. [[χρήσιμος]] [[είναι]] η σημ. «αυτός τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει [[κανείς]], αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει [[κανείς]] για [[βοήθεια]], [[ωφέλιμος]]», από όπου προήλθε η σημ. «[[καλός]], [[ικανός]]» με μια σημασιολογική [[εξέλιξη]] ανάλογη με αυτήν του επιθ. [[χρηστός]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>χρή</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm