Anonymous

μόνιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιμος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παραμένει στον ίδιο [[τόπο]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει [[αμετάβλητος]], [[διαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[δημόσιο]] υπάλληλο) αυτός που ἔχει [[μονιμότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ἔκτακτο ή τον εποχικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρασί]]) αυτός που διατηρείται για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πιστός]], [[σίγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μόνιμον</i><br />α) η [[μονιμότητα]], η [[σταθερότητα]]<br />β) σταθερή [[κατοικία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονίμως</i> και <i>μόνιμα</i> (Α μονίμως)<br />με μόνιμο τρόπο, διαρκώς, [[σταθερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- της ρίζας <i>μεν</i>- του [[μένω]] ([[πρβλ]]. [[μονή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. <i>νόμ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιμος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παραμένει στον ίδιο [[τόπο]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει [[αμετάβλητος]], [[διαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[δημόσιο]] υπάλληλο) αυτός που ἔχει [[μονιμότητα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ἔκτακτο ή τον εποχικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρασί]]) αυτός που διατηρείται για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πιστός]], [[σίγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μόνιμον</i><br />α) η [[μονιμότητα]], η [[σταθερότητα]]<br />β) σταθερή [[κατοικία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονίμως</i> και <i>μόνιμα</i> (Α μονίμως)<br />με μόνιμο τρόπο, διαρκώς, [[σταθερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- της ρίζας <i>μεν</i>- του [[μένω]] ([[πρβλ]]. [[μονή]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[νόμιμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm