Anonymous

ἡγεμονικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡγεμονικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι»)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («[[ἡγεμονικός]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[κλίση]] ή την [[τάση]] να ηγεμονεύει, να άρχει («τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον», Αριστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα, [[μεγαλειώδης]], [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> [[πλουσιοπάροχος]], [[γενναιόδωρος]] («ηγεμονικά δώρα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡγεμονικόν</i><br />αρχοντικό και υπερήφανο [[παράστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡγεμονικόν</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σημαντικός]] («[[κλῆμα]] ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να οδηγεί, να κυβερνά («πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», <b>Θ. Λειτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύπατο ή σε βασιλιά<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έπαρχο της Αιγύπτου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡγεμονικόν</i><br />α) (για τη [[γνώση]]) η εξουσιαστική [[αρχή]]<br />β) το εξουσιαστικό [[μέρος]], η [[δύναμη]] της ψυχής που καθοδηγεί, ο [[λόγος]]<br />γ) (για τον αιθέρα ή τον ήλιο) αυτός που κυβερνά την [[οικουμένη]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> (ουδ. πληθ.) <i>τὰ ἡγεμονικά</i><br />οι απολαβές, ο [[μισθός]] του ηγεμόνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηγεμονικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἡγεμονικῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα, σε αρχηγό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηγεμών</i> (-<i>όνος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> (πρβλ. <i>αλαζον</i>-<i>ικός</i>, <i>κηδεμον</i>-<i>ικός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡγεμονικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι»)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («[[ἡγεμονικός]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[κλίση]] ή την [[τάση]] να ηγεμονεύει, να άρχει («τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον», Αριστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα, [[μεγαλειώδης]], [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> [[πλουσιοπάροχος]], [[γενναιόδωρος]] («ηγεμονικά δώρα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡγεμονικόν</i><br />αρχοντικό και υπερήφανο [[παράστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡγεμονικόν</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σημαντικός]] («[[κλῆμα]] ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να οδηγεί, να κυβερνά («πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», <b>Θ. Λειτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύπατο ή σε βασιλιά<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έπαρχο της Αιγύπτου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡγεμονικόν</i><br />α) (για τη [[γνώση]]) η εξουσιαστική [[αρχή]]<br />β) το εξουσιαστικό [[μέρος]], η [[δύναμη]] της ψυχής που καθοδηγεί, ο [[λόγος]]<br />γ) (για τον αιθέρα ή τον ήλιο) αυτός που κυβερνά την [[οικουμένη]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> (ουδ. πληθ.) <i>τὰ ἡγεμονικά</i><br />οι απολαβές, ο [[μισθός]] του ηγεμόνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηγεμονικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἡγεμονικῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα, σε αρχηγό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηγεμών</i> (-<i>όνος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ([[πρβλ]]. [[αλαζονικός]], [[κηδεμονικός]])].
}}
}}
{{ls
{{ls