3,277,119
edits
(13) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιλήψιμος]], -ον) [[επίληψις]]<br />αυτός που δίνει [[αφορμή]] να κατηγορηθεί («επιλήψιμη [[διαγωγή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιλήψιμο</i><br />επίμεπτη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιλήψιμος]], -ον) [[επίληψις]]<br />αυτός που δίνει [[αφορμή]] να κατηγορηθεί («επιλήψιμη [[διαγωγή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιλήψιμο</i><br />επίμεπτη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[blameworthy]]=== | |||
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: [[afkeurenswaardig]]; Finnish: moitittava; French: [[blâmable]]; German: [[verdammenswert]]; Greek: [[αξιοκατάκριτος]], [[αξιοκατηγόρητος]], [[αξιόμεμπτος]], [[επιλήψιμος]], [[επίμεμπτος]], [[επίμομφος]], [[επίμωμος]], [[επίψογος]], [[κατακριτέος]], [[μεμπτός]], [[ψεκτός]]; Ancient Greek: [[αἴτιος]], [[ἐπαίτιος]], [[ἐπίμομφος]], [[ἐπιμωμητός]], [[ἐπίμωμος]], [[ἐπίψογος]], [[ἐπονείδιστος]], [[εὐκατάγνωστος]], [[μεμπτός]], [[μωμηλός]], [[μωμητός]], [[ὑπαίτιος]], [[ψεκτός]], [[ψόγειος]], [[ψογερός]]; Ido: blaminda; Italian: [[biasimabile]], [[deprecabile]], [[vituperabile]]; Korean: 책임이 있는; Latin: [[accusabilis]], [[reprehensibilis]], [[vituperabilis]]; Middle English: blame worthy; Portuguese: [[culpável]]; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: [[culpable]], [[reprensible]], [[reprehensible]]; Swedish: klandervärd | |||
}} | }} |