Anonymous

ἀκηχέδαται: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκηχέδαται:''' ή -έαται, Επικ. αντί <i>ἠκάχηνται</i>, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀχέω]]· ἀκηχεμένος, αντί <i>ἀκαχήμενος</i>, Επικ. μτχ.
|lsmtext='''ἀκηχέδαται:''' ή -έαται, Επικ. αντί <i>ἠκάχηνται</i>, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀχέω]]· ἀκηχεμένος, αντί <i>ἀκαχήμενος</i>, Επικ. μτχ.
}}
}}