Anonymous

ἀνέωνται: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέωνται:''' = [[ἀνεῶνται]], γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀνίημι]], ως από <i>*ἀνεόω</i>.
|lsmtext='''ἀνέωνται:''' = [[ἀνεῶνται]], γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[ἀνίημι]], ως από <i>*ἀνεόω</i>.
}}
}}