ἀνέωνται
From LSJ
Full diacritics: ἀνέωνται | Medium diacritics: ἀνέωνται | Low diacritics: ανέωνται | Capitals: ΑΝΕΩΝΤΑΙ |
Transliteration A: anéōntai | Transliteration B: aneōntai | Transliteration C: aneontai | Beta Code: a)ne/wntai |
v. ἀνίηυι sub init.
ἀνέωνται: ион. 3 л. pl. pf. pass. к ἀνίημι.
ἀνέωνται: ἴδε ἀνίημι ἐν ἀρχῇ.
ἀνέωνται: = ἀνεῶνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἀνίημι, ως από *ἀνεόω.