3,277,114
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tethipa | |Transliteration C=tethipa | ||
|Beta Code=te/qhpa | |Beta Code=te/qhpa | ||
|Definition=pf. with pres. sense, Ep. plpf. [[ἐτεθήπεα]] as impf., from <b class="b3">ταφ-</b> (v. fin.), of which no pres. is found:—poet. Verb, also used in Ion. and late Prose: < | |Definition=pf. with pres. sense, Ep. plpf. [[ἐτεθήπεα]] as impf., from <b class="b3">ταφ-</b> (v. fin.), of which no pres. is found:—poet. Verb, also used in Ion. and late Prose:<br><span class="bld">1</span> intr., to [[be astonished]], [[astounded]], [[amazed]], θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν Od.23.105; mostly in part. [[τεθηπώς]], [[amazed]], [[astonished]], Il.4.243, 21.64, Parm.6.7, Emp.17.21, etc.; ἐτεθήπεα Od.6.166: joined with the part., τέθηπα ἀκούων Hdt. 2.156, cf. Luc.''Merc.Cond.''42.—To this belongs also aor. ἔτᾰφον, used by Hom. only in part. τᾰφών, in the phrases ταφὼν ἀνόρουσε Il.9.193, Od.16.12, al.; στῆ δὲ ταφών Il.11.545, al.; later in indic., 3sg. τάφε Pi.''P.''4.95, dub. in B.16.86; 3pl. [[τάφον]] ib.48, A.R.2.207; 1sg. ἔταφον A.''Pers.''999 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[wonder]] or [[be amazed at]], Plu.2.24e, Luc.''Tim.''28,56, etc. (in Od.6.168, the acc. σε belongs only to [[ἄγαμαι]]). (Prob. cogn. with [[θάμβος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τέθηπα:''' (√<i>ΘΑΠ</i>), παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. ([[κανονικός]] ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. [[ἐτεθήπεα]], ως παρατ.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[κατάπληκτος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ως επί το πλείστον στην μτχ. [[τεθηπώς]], [[έκπληκτος]], [[έκθαμβος]], σε Ομήρ. Ιλ.· εδώ ανήκει επίσης και ο αόρ. | |lsmtext='''τέθηπα:''' (√<i>ΘΑΠ</i>), παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. ([[κανονικός]] ενεστ. δεν υπάρχει), Επικ. υπερσ. [[ἐτεθήπεα]], ως παρατ.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[κατάπληκτος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ως επί το πλείστον στην μτχ. [[τεθηπώς]], [[έκπληκτος]], [[έκθαμβος]], σε Ομήρ. Ιλ.· εδώ ανήκει επίσης και ο αόρ. βʹ <i>ἔτᾰφον</i>, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. μόνο στη μτχ. <i>τᾰφών</i>, στις φράσεις <i>ταφὼν ἀνόρουσε</i>, [[στῆ]] δὲ [[ταφών]]· [[αλλά]] γʹ ενικ. [[τάφε]] (αντί <i>ἔτᾰφε</i>), απαντά σε Πίνδ.· και αʹ ενικ. [[ἔταφον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θαυμάζω]] ή [[μένω]] [[έκπληκτος]] προς [[κάτι]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |