Anonymous

ἠμύω: Difference between revisions

From LSJ
475 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imyo
|Transliteration C=imyo
|Beta Code=h)mu/w
|Beta Code=h)mu/w
|Definition=aor. [[ἤμυσα]] (v. infr.): pf. part. [[ἠμυκώς]] Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>626</span>; cf. <b class="b3">ὑπ-εμνήμυκε</b>:—Ep. Verb, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bow down]], [[sink]], Hom., only in Il., ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν <span class="bibl">8.308</span>; <b class="b3">ἤμυσε καρήατι</b>, of a horse, <span class="bibl">19.405</span>; of a corn-field, ἐπί τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν <span class="bibl">2.148</span>: metaph., of cities, [[totter]], [[fall]], <b class="b3">τῶ κε τάχ' ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος</b> ib.<span class="bibl">373</span>; rare in Trag., χρόνῳ δ' . . ἤμυσε στέγος <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>864</span>; later, simply, [[fall]], [[perish]], οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου <span class="title">AP</span>7.715 (Leon.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> trans., [[cause to fall]], [[ruin]], πόλιν Musae.<span class="title">Fr.</span>22. (In Hom. ῠ in pres., ῡ in aor. 1; but ῡ in pres. κατ-ημύουσιν <span class="bibl">A.R.3.1400</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.228</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>453</span>; ῠ in aor., <span class="title">AP</span>9.262 (Phil.), but ῡ ib.<span class="bibl">7.715</span> (v. supr.); cf. [[ἀμύω]], [[ἐπημύω]].)</span>
|Definition=aor. ἤμυσα (v. infr.): pf. part. [[ἠμυκώς]] Sch.Nic.''Th.''626; cf. <b class="b3">ὑπ-εμνήμυκε</b>:—Ep. Verb,<br><span class="bld">A</span> [[bow down]], [[sink]], Hom., only in Il., ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; <b class="b3">ἤμυσε καρήατι</b>, of a horse, 19.405; of a corn-field, ἐπί τ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν 2.148: metaph., of cities, [[totter]], [[fall]], <b class="b3">τῶ κε τάχ' ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος</b> ib.373; rare in Trag., χρόνῳ δ'.. ἤμυσε στέγος S.''Fr.''864; later, simply, [[fall]], [[perish]], οὔνομα δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου ''AP''7.715 (Leon.).<br><span class="bld">II</span> trans., [[cause to fall]], [[ruin]], πόλιν Musae.''Fr.''22. (In Hom. ῠ in pres., ῡ in aor. 1; but ῡ in pres. κατ-ημύουσιν A.R.3.1400, cf. Opp.''H.''1.228, Nic.''Al.''453; ῠ in aor., ''AP''9.262 (Phil.), but ῡ ib.7.715 (v. supr.); cf. [[ἀμύω]], [[ἐπημύω]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤμῡσα</i>, [[κλίνω]], γέρνω, [[πέφτω]]· ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το [[κεφάλι]] του στη [[μία]] [[πλευρά]], λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε [[καρήατι]], έκλινε το [[κεφάλι]] του, λέγεται για το [[άλογο]], στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, <i>ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι</i>, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, [[κλίνω]] προς [[πτώση]], [[καταπίπτω]], [[αλίσκομαι]], καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἠμύω:''' αόρ. αʹ <i>ἤμῡσα</i>, [[κλίνω]], γέρνω, [[πέφτω]]· ἑτέρωσ' ἤμυσε [[κάρη]] πήληκι βαρυνθέν, έγειρε το [[κεφάλι]] του στη [[μία]] [[πλευρά]], λέγεται γι' αυτόν που τραυματίστηκε θανάσιμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤμυσε [[καρήατι]], έκλινε το [[κεφάλι]] του, λέγεται για το [[άλογο]], στο ίδ.· χρησιμοποιείται για σιτοβολώνα, <i>ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσι</i>, προσκλίνει, γέρνει και κυματίζει με τα στάχυα, στο ίδ.· μεταφ., λέγεται για πόλεις, [[κλίνω]] προς [[πτώση]], [[καταπίπτω]], [[αλίσκομαι]], καταστρέφομαι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{etym
{{etym