διατμήγω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diatmigo
|Transliteration C=diatmigo
|Beta Code=diatmh/gw
|Beta Code=diatmh/gw
|Definition=aor. 1 [[διέτμηξα]]: aor. 2 [[διέτμᾰγον]]:—Pass., aor. 2 <b class="b3">-τμάγην [μᾰ]</b> (v. infr.):—Ep. for [[διατέμνω]], [[cut in twain]], <b class="b3">ἔνθα διατμήξας .</b>. then [[having cut]] [the Trojan host] <b class="b2">in twain .</b>., <span class="bibl">Il.21.3</span>; νηχόμενος… λαῖτμα διέτμαγον <span class="bibl">Od.7.276</span>, cf. <span class="bibl">5.409</span>; <b class="b3">ὦλκα δ</b>., of ploughing, <span class="bibl">Mosch.2.81</span> (Med., ἀρούρας διατμήξασθαι <span class="bibl">A.R.1.628</span>); <b class="b3">Ἀπόλλωνα ἠελίοιο χῶρι δ</b>. [[distinguish]] him from the Sun, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>48</span>:—Pass., [[διέτμαγεν]] (3pl. aor. 2 for <b class="b3">-τμάγησαν</b>) <b class="b3"> ἐν φιλότητι</b> they [[parted]] friends, <span class="bibl">Il.7.302</span>: abs., they [[parted]], <span class="bibl">1.531</span>, <span class="bibl">Od.13.439</span>; also, they [[were scattered abroad]], <span class="bibl">Il. 16.354</span>.
|Definition=aor. 1 [[διέτμηξα]]: aor. 2 διέτμᾰγον:—Pass., aor. 2 <b class="b3">-τμάγην [μᾰ]</b> (v. infr.):—Ep. for [[διατέμνω]], [[cut in twain]], <b class="b3">ἔνθα διατμήξας.</b>. then [[having cut]] [the Trojan host] in twain.., Il.21.3; νηχόμενος… λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409; <b class="b3">ὦλκα δ.</b>, of ploughing, Mosch.2.81 (Med., ἀρούρας διατμήξασθαι A.R.1.628); <b class="b3">Ἀπόλλωνα ἠελίοιο χῶρι δ.</b> [[distinguish]] him from the Sun, Call.''Fr.''48:—Pass., [[διέτμαγεν]] (3pl. aor. 2 for -τμάγησαν) <b class="b3"> ἐν φιλότητι</b> they [[parted]] friends, Il.7.302: abs., they [[parted]], 1.531, Od.13.439; also, they [[were scattered abroad]], Il. 16.354.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δια-τμήγω, ep. them. aor. act. διέτμαγον; aor. pass. 3 plur. διέτμαγεν met acc., causat. (snijdend doen splitsen) doorsnijden, in stukken snijden:; κηροῖο μέγαν τροχόν... τυτθὰ διατμήξας hij sneed een groot stuk was in kleine porties Od. 12.174; ἐγώγε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον ik doorkliefde al zwemmend dit stuk zee Od. 7.276; uiteendrijven, uiteen doen gaan:. διατμήξας ( τὰς νέας ) de schepen uiteendrijvend Od. 3.291. med.-pass., intrans. uiteengaan:. σανίδες δὲ διέτμαγεν... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς de deurvleugels weken uiteen door de kracht van de steenworp Il. 12.461; ἐν φιλότητι διέτμαγεν zij gingen in vriendschap uiteen Il. 7.302; αἵ τ’ ἐν ὄρεσσι... διέτμαγεν (lammeren) die uit elkaar zijn geraakt in de bergen Il. 16.354.
|elnltext=δια-τμήγω, ep. them. aor. act. διέτμαγον; aor. pass. 3 plur. διέτμαγεν met acc., causat. (snijdend doen splitsen) doorsnijden, in stukken snijden:; κηροῖο μέγαν τροχόν... τυτθὰ διατμήξας hij sneed een groot stuk was in kleine porties Od. 12.174; ἐγώγε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον ik doorkliefde al zwemmend dit stuk zee Od. 7.276; uiteendrijven, uiteen doen gaan:. διατμήξας ( τὰς νέας ) de schepen uiteendrijvend Od. 3.291. med.-pass., intrans. uiteengaan:. σανίδες δὲ διέτμαγεν... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς de deurvleugels weken uiteen door de kracht van de steenworp Il. 12.461; ἐν φιλότητι διέτμαγεν zij gingen in vriendschap uiteen Il. 7.302; αἵ τ’ ἐν ὄρεσσι... διέτμαγεν (lammeren) die uit elkaar zijn geraakt in de bergen Il. 16.354.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{ls
{{ls