Anonymous

ὑλοτόμος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylotomos
|Transliteration C=ylotomos
|Beta Code=u(lo/tomos
|Beta Code=u(lo/tomos
|Definition=(parox.), ον, (τέμνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cutting]] or [[felling wood]], πελέκεις <span class="bibl">Il.23.114</span>; τέκτων <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Wi.</span>13.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">ὑλοτόμος, ὁ,</b> [[woodcutter]], [[woodman]], <span class="bibl">Il.23.123</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>807</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>98</span> (anap.), <span class="title">IG</span>12.1084.5, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.9.3</span>, Gal.17(2).229, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">τὸ ὑλότομον</b> either [[a plant cut in the wood]] (cf. [[τέμνω]] 111), used as a charm; or = [[worm]] (cf. [[φερέοικος]]), supposed to be the cause of pain in teething ([[οὐλοτόμοιο]] may be the right reading), <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>229</span>.</span>
|Definition=(parox.), ον, ([[τέμνω]])<br><span class="bld">A</span> [[cutting]] or [[felling wood]], πελέκεις Il.23.114; τέκτων [[LXX]] ''Wi.''13.11.<br><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">ὑλοτόμος, ὁ,</b> [[woodcutter]], [[woodman]], Il.23.123, Hes.''Op.''807, S.''El.''98 (anap.), ''IG''12.1084.5, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.9.3, Gal.17(2).229, etc.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">τὸ ὑλότομον</b> either [[a plant cut in the wood]] (cf. [[τέμνω]] III), used as a charm; or = [[worm]] (cf. [[φερέοικος]]), supposed to be the cause of pain in teething ([[οὐλοτόμοιο]] may be the right reading), ''h.Cer.''229.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που κόπηκε στο [[δάσος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑλότομον</i><br />[[είδος]] φυτού που κόβεται στο [[δάσος]], ή, κατ' άλλους, [[σκουλήκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].<br />-ο / [[ὑλοτόμος]], -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και [[ὑλητόμος]], και δωρ. τ. [[ὑλατόμος]], Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υλοτόμος]]·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, [[ξυλοκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναλαμβάνει την [[εκμετάλλευση]] ενός δάσους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>εντομολ.</b> [[γένος]] μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη [[κοιλιά]], τών οποίων η [[προνύμφη]] κατατρώγει τα φύλλα τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]] τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' [[ἴσαν]], ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ξύλο]]) αυτός που κόπηκε στο [[δάσος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑλότομον</i><br />[[είδος]] φυτού που κόβεται στο [[δάσος]], ή, κατ' άλλους, [[σκουλήκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].<br />-ο / [[ὑλοτόμος]], -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και [[ὑλητόμος]], και δωρ. τ. [[ὑλατόμος]], Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υλοτόμος]]·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, [[ξυλοκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναλαμβάνει την [[εκμετάλλευση]] ενός δάσους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>εντομολ.</b> [[γένος]] μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη [[κοιλιά]], τών οποίων η [[προνύμφη]] κατατρώγει τα φύλλα τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]] τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' [[ἴσαν]], ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm