3,273,446
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[παιδεύω]])<br /><b>1.</b> [[αναπτύσσω]] κάποιον πνευματικά και ηθικά, [[παιδαγωγώ]], [[εκπαιδεύω]]<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]] τον πολιτισμό, την [[πνευματικότητα]] ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ [[ποιητής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]] (α. περκαλώ σε, Παναγιά, να παιδέψεις την [[κλεψιά]]», Πολίτ.<br />β. «παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[πεπαιδευμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που απέκτησε ανώτερη [[μόρφωση]], μορφωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε κόπους και βάσανα, σε επίμονη όχληση και [[ταλαιπωρία]], [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]], [[βασανίζω]] («μέ παίδεψε ώσπου να το καταλάβει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παιδί]]) [[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] («λευκὸν αὐτὴν ἐπαίδευσε [[γάλα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]] κάποιον, [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[παρέχω]] γνώσεις<br /><b>4.</b> [[σωφρονίζω]] («διαίτη δὲ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ με ενεργ. σημ.) <i>παιδεύομαι</i><br />[[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ενεργώ]] ώστε να διδαχθεί, να εκπαιδευθεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>. Η αρχική σημ. του ρ. [[παιδεύω]] «[[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] [[παιδιά]]» εξελίχθηκε «ἐπί καλῶ» μεν στη σημ. «[[εκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], [[παιδαγωγώ]]», «ἐπὶ κακῷ» δε στη σημ. «[[τιμωρώ]], [[τυραννώ]], [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]», λόγω τών πειθαρχικών τιμωριών που υφίσταντο τα [[παιδιά]] στα πλαίσια του παλαιού σχολείου και σύμφωνα με τις αρχές της παραδοσιακής αγωγής]. | |mltxt=(ΑΜ [[παιδεύω]])<br /><b>1.</b> [[αναπτύσσω]] κάποιον πνευματικά και ηθικά, [[παιδαγωγώ]], [[εκπαιδεύω]]<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]] τον πολιτισμό, την [[πνευματικότητα]] ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ [[ποιητής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]] (α. περκαλώ σε, Παναγιά, να παιδέψεις την [[κλεψιά]]», Πολίτ.<br />β. «παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[πεπαιδευμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που απέκτησε ανώτερη [[μόρφωση]], [[μορφωμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε κόπους και βάσανα, σε επίμονη όχληση και [[ταλαιπωρία]], [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]], [[βασανίζω]] («μέ παίδεψε ώσπου να το καταλάβει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παιδί]]) [[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] («λευκὸν αὐτὴν ἐπαίδευσε [[γάλα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]] κάποιον, [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[παρέχω]] γνώσεις<br /><b>4.</b> [[σωφρονίζω]] («διαίτη δὲ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ με ενεργ. σημ.) <i>παιδεύομαι</i><br />[[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ενεργώ]] ώστε να διδαχθεί, να εκπαιδευθεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>. Η αρχική σημ. του ρ. [[παιδεύω]] «[[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] [[παιδιά]]» εξελίχθηκε «ἐπί καλῶ» μεν στη σημ. «[[εκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], [[παιδαγωγώ]]», «ἐπὶ κακῷ» δε στη σημ. «[[τιμωρώ]], [[τυραννώ]], [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]», λόγω τών πειθαρχικών τιμωριών που υφίσταντο τα [[παιδιά]] στα πλαίσια του παλαιού σχολείου και σύμφωνα με τις αρχές της παραδοσιακής αγωγής]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |