3,277,172
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kochlias | |Transliteration C=kochlias | ||
|Beta Code=ko/xlias | |Beta Code=ko/xlias | ||
|Definition=-ου, ὁ, ([[κόχλος]])<br><span class="bld">A</span> [[snail with a spiral shell]], Batr.165, Achae.42, Phily Il.21, etc.; <b class="b3">ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν</b>, for they shrink into their shells on the least alarm, Anaxil.34, cf. Arist.''HA''523b11, 527b35; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis 13.3; [[βολβός]], [[κτείς]] (codd. τις), κοχλίας Theoc.14.17; κοχλιῶν ἀγγεῖα ''PSI''6.553.11 (iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[anything twisted spirally]],<br><span class="bld">1</span> [[automaton in form of snail]], Democh.4 J.<br><span class="bld">2</span> [[reel]], [[spool]], [[roller]], Bito 47.4, ''Gp.''8.29.<br><span class="bld">3</span> [[screw]], Bito 58.10; esp. for raising water, [[screw of Archimedes]], Moschioap.Ath.5.208f, Str.17.1.30,52, D.S.1.34, 5.37, ''PLond.''3.1177.73 (ii A. D.).<br><span class="bld">4</span> [[spiral stair]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Str.17.1.10, Procop.''Pers.''1.24.<br><span class="bld">5</span> part of surgical machine, Orib.49.20.6. | |Definition=-ου, ὁ, ([[κόχλος]])<br><span class="bld">A</span> [[snail with a spiral shell]], Batr.165, Achae.42, Phily Il.21, etc.; <b class="b3">ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν</b>, for they shrink into their shells on the least alarm, Anaxil.34, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''523b11, 527b35; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis 13.3; [[βολβός]], [[κτείς]] (codd. τις), κοχλίας Theoc.14.17; κοχλιῶν ἀγγεῖα ''PSI''6.553.11 (iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[anything twisted spirally]],<br><span class="bld">1</span> [[automaton in form of snail]], Democh.4 J.<br><span class="bld">2</span> [[reel]], [[spool]], [[roller]], Bito 47.4, ''Gp.''8.29.<br><span class="bld">3</span> [[screw]], Bito 58.10; esp. for raising water, [[screw of Archimedes]], Moschioap.Ath.5.208f, Str.17.1.30,52, D.S.1.34, 5.37, ''PLond.''3.1177.73 (ii A. D.).<br><span class="bld">4</span> [[spiral stair]], διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Str.17.1.10, Procop.''Pers.''1.24.<br><span class="bld">5</span> part of surgical machine, Orib.49.20.6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κοχλίας]])<br />πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, [[σαλιγκάρι]] («Αἴτνη τρέφει [[κοχλίας]] κεράστας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες [[στέλεχος]] που φέρει [[σπείρωμα]] και [[κεφαλή]], τα οποία του δίνουν τη [[δυνατότητα]] να περιστρέφεται και να διεισδύει [[έτσι]] σε [[εξάρτημα]] με αντίστοιχο θηλυκό [[σπείρωμα]] ή σε συνεκτικό [[μέσο]], και που χρησιμεύει [[είτε]] για [[σύσφιγξη]] ή [[σύζευξη]] [[είτε]] για [[επίτευξη]] κίνησης [[κατά]] ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «[[ακιδωτός]] [[κοχλίας]]» β. «[[κοχλίας]] σύσφιγξης» γ. «[[κοχλίας]] κίνησης»)<br />β) <b>(ειδ.)</b> η [[βίδα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[κάτω]] [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει [[σπείρα]] στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατέρμων]] [[κοχλίας]]» — [[εξάρτημα]] με σπειροειδή [[οδόντωση]], που, σε [[σύζευξη]] με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] κίνησης<br />β) «[[κοχλίας]] του Αρχιμήδη» — [[είδος]] ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης<br />γ) «[[κοχλίας]] του Πασκάλ» — [[καμπύλη]] που ορίζεται ως ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό [[σημείο]] [[προς]] τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελικοειδής]] συμπιεστική [[μηχανή]] («[[ρόδα]] ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]] του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ [[ὕδωρ]] ἀνάγουσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[σκάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βασανιστηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού μηχανήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) «όστρακο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>, [[πρβλ]]. [[κροταλίας]], [[σπαθίας]]. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «[[βίδα]]» [[καθώς]] και όλες τις συναφείς. <i>Κοχλίας</i>, [[τέλος]], ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιακός]], [[κοχλιώνω]], [[κοχλιωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοχλιοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλιοκογχύλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιόκρανο]], [[κοχλιοστρόφιο]], <i>κοχλιοσύνθεση</i>, [[κοχλιοτόμος]], [[κοχλιότοπος]], [[κοχλιοτροφείο]], [[κοχλιοτρύπανο]], [[κοχλιουλκός]], [[κοχλιοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γυμνοκοχλίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωματοκοχλίας]]]. | |mltxt=ο (AM [[κοχλίας]])<br />πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, [[σαλιγκάρι]] («Αἴτνη τρέφει [[κοχλίας]] κεράστας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες [[στέλεχος]] που φέρει [[σπείρωμα]] και [[κεφαλή]], τα οποία του δίνουν τη [[δυνατότητα]] να περιστρέφεται και να διεισδύει [[έτσι]] σε [[εξάρτημα]] με αντίστοιχο θηλυκό [[σπείρωμα]] ή σε συνεκτικό [[μέσο]], και που χρησιμεύει [[είτε]] για [[σύσφιγξη]] ή [[σύζευξη]] [[είτε]] για [[επίτευξη]] κίνησης [[κατά]] ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «[[ακιδωτός]] [[κοχλίας]]» β. «[[κοχλίας]] σύσφιγξης» γ. «[[κοχλίας]] κίνησης»)<br />β) <b>(ειδ.)</b> η [[βίδα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[κάτω]] [[πίσω]] [[τμήμα]] του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει [[σπείρα]] στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το [[ακουστικό]] όργανο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ατέρμων]] [[κοχλίας]]» — [[εξάρτημα]] με σπειροειδή [[οδόντωση]], που, σε [[σύζευξη]] με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] κίνησης<br />β) «[[κοχλίας]] του Αρχιμήδη» — [[είδος]] ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης<br />γ) «[[κοχλίας]] του Πασκάλ» — [[καμπύλη]] που ορίζεται ως ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό [[σημείο]] [[προς]] τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελικοειδής]] συμπιεστική [[μηχανή]] («[[ρόδα]] ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]] του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ [[ὕδωρ]] ἀνάγουσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ελικοειδής]] [[σκάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] βασανιστηρίου οργάνου<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού μηχανήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόχλος]] (Ι) «όστρακο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>, [[πρβλ]]. [[κροταλίας]], [[σπαθίας]]. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «[[βίδα]]» [[καθώς]] και όλες τις συναφείς. <i>Κοχλίας</i>, [[τέλος]], ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλιώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιακός]], [[κοχλιώνω]], [[κοχλιωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοχλιοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλιοκογχύλιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοχλιόκρανο]], [[κοχλιοστρόφιο]], <i>κοχλιοσύνθεση</i>, [[κοχλιοτόμος]], [[κοχλιότοπος]], [[κοχλιοτροφείο]], [[κοχλιοτρύπανο]], [[κοχλιουλκός]], [[κοχλιοφόρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γυμνοκοχλίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωματοκοχλίας]]]. | ||
}} | }} |