κόχλιας
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
-ου, ὁ, (κόχλος)
A snail with a spiral shell, Batr.165, Achae.42, Phily Il.21, etc.; ἀπιστότερος εἶ τῶν κοχλιῶν, for they shrink into their shells on the least alarm, Anaxil.34, cf. Arist.HA523b11, 527b35; ὥσπερ κ. σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis 13.3; βολβός, κτείς (codd. τις), κοχλίας Theoc.14.17; κοχλιῶν ἀγγεῖα PSI6.553.11 (iii B. C.).
II anything twisted spirally,
1 automaton in form of snail, Democh.4 J.
2 reel, spool, roller, Bito 47.4, Gp.8.29.
3 screw, Bito 58.10; esp. for raising water, screw of Archimedes, Moschioap.Ath.5.208f, Str.17.1.30,52, D.S.1.34, 5.37, PLond.3.1177.73 (ii A. D.).
4 spiral stair, διὰ κοχλίου τὴν ἀνάβασιν ἔχει Str.17.1.10, Procop.Pers.1.24.
5 part of surgical machine, Orib.49.20.6.
Greek Monolingual
ο (AM κοχλίας)
πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, σαλιγκάρι («Αἴτνη τρέφει κοχλίας κεράστας», Αθήν.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες στέλεχος που φέρει σπείρωμα και κεφαλή, τα οποία του δίνουν τη δυνατότητα να περιστρέφεται και να διεισδύει έτσι σε εξάρτημα με αντίστοιχο θηλυκό σπείρωμα ή σε συνεκτικό μέσο, και που χρησιμεύει είτε για σύσφιγξη ή σύζευξη είτε για επίτευξη κίνησης κατά ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «ακιδωτός κοχλίας» β. «κοχλίας σύσφιγξης» γ. «κοχλίας κίνησης»)
β) (ειδ.) η βίδα
2. ανατ. το κάτω πίσω τμήμα του λαβυρίνθου του αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει σπείρα στο εσωτερικό της οποίας περικλείεται το ακουστικό όργανο
3. φρ. α) «ατέρμων κοχλίας» — εξάρτημα με σπειροειδή οδόντωση, που, σε σύζευξη με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη μετάδοση κίνησης
β) «κοχλίας του Αρχιμήδη» — είδος ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης
γ) «κοχλίας του Πασκάλ» — καμπύλη που ορίζεται ως ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό σημείο προς τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου
μσν.-αρχ.
1. ελικοειδής συμπιεστική μηχανή («ρόδα ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)
2. ο κοχλίας του Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ ὕδωρ ἀνάγουσιν», Στράβ.)
3. ελικοειδής σκάλα
αρχ.
1. είδος βασανιστηρίου οργάνου
2. τμήμα χειρουργικού μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) «όστρακο» + κατάλ. -ίας, πρβλ. κροταλίας, σπαθίας. Από το σπειροειδές όστρακο του σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «βίδα» καθώς και όλες τις συναφείς. Κοχλίας, τέλος, ονομάστηκε λόγω του σχήματός του και το όργανο του εσωτερικού αφτιού.
ΠΑΡ. κοχλιώδης
νεοελλ.
κοχλιακός, κοχλιώνω, κοχλιωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοχλιοειδής
αρχ.
κοχλιοκογχύλιον
νεοελλ.
κοχλιόκρανο, κοχλιοστρόφιο, κοχλιοσύνθεση, κοχλιοτόμος, κοχλιότοπος, κοχλιοτροφείο, κοχλιοτρύπανο, κοχλιουλκός, κοχλιοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. γυμνοκοχλίας
νεοελλ.
πωματοκοχλίας].