Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ενιαύσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και [[ενιαύσιος]], -ο (AM [[ἐνιαύσιος]], -ία, -ον και [[ἐνιαύσιος]], -ον και δωρ. και βοιωτ. τ. [[ἐνιαύτιος]], -ία, -ον) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]]<br />(α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν», Παπαδ.<br />γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο ἐνιαύσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐορτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («μόσχῳ ένιαυσίῳ», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐνιαύσια</i><br />προσευχές που γίνονταν [[πάνω]] στον τάφο έναν χρόνο [[μετά]] τον θάνατο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἐνιαύσια</i><br />[[κάθε]] χρόνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσίως</i><br />[[κάθε]] χρόνο, ετησίως.
|mltxt=-α, -ο και [[ενιαύσιος]], -ο (AM [[ἐνιαύσιος]], -ία, -ον και [[ἐνιαύσιος]], -ον και δωρ. και βοιωτ. τ. [[ἐνιαύτιος]], -ία, -ον) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]]<br />(α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν», Παπαδ.<br />γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο ἐνιαύσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐορτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («μόσχῳ ένιαυσίῳ», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>[[τὰ ἐνιαύσια]]</i><br />προσευχές που γίνονταν [[πάνω]] στον τάφο έναν χρόνο [[μετά]] τον θάνατο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἐνιαύσια</i><br />[[κάθε]] χρόνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[ἐνιαυσίως]]</i><br />[[κάθε]] χρόνο, [[ετησίως]].
}}
}}