ενιαύσιος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
-α, -ο και ενιαύσιος, -ο (AM ἐνιαύσιος, -ία, -ον και ἐνιαύσιος, -ον και δωρ. και βοιωτ. τ. ἐνιαύτιος, -ία, -ον) ενιαυτός
1. αυτός που διαρκεί ένα έτος
(α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν», Παπαδ.
γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο ἐνιαύσιον», Θουκ.)
2. ετήσιος, αυτός που γίνεται κάθε χρόνο («ἐορτῇ δὲ ἐνιαυσίῃ Ἀθηναίης», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («μόσχῳ ένιαυσίῳ», Αιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνιαύσια
προσευχές που γίνονταν πάνω στον τάφο έναν χρόνο μετά τον θάνατο
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνιαύσια
κάθε χρόνο.
επίρρ...
ἐνιαυσίως
κάθε χρόνο, ετησίως.