Anonymous

διπλόος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{ls
{{ls
|lstext='''διπλόος''': -η, -ον, συνῃρ. διπλοῦς, ῆ, οῦν, Ἰων. θηλ. διπλέη ὑπάρχει παρ’ ἅπασι τοῖς χφοις ἐν Ἡροδ. 3. 42, [[ἀλλά]], διπλᾶν 5. 90· διπλᾶς 3. 28· ὁ συνῃρ. [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., πλὴν τοῦ διπλόοι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33· (πρβλ. [[ἁπλόος]])· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, περὶ ἱματίων καὶ ἄλλων ἐνδυμάτων, [[χλαῖνα]] [[διπλῆ]] = [[δίπλαξ]] ἢ [[διπλοΐς]] Ἰλ. Κ. 134, Ὀδ. Ρ. 226· ὅθι... [[διπλόος]] ἤντετο θώρηξ, [[ἔνθα]] συνηντᾶτο ὁ θώραξ [μετὰ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ ζωστῆρος] καὶ ἐγίνετο διπλοῦς, Ἰλ. Δ. 133· τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν, συμπτύξας αὐτὴν [[ὥστε]] νὰ γίνῃ [[διπλῆ]], Ἀπολλόδ. Καρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 440· πρβλ. [[διπλόω]]· ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[διπλόος]] [[θάνατος]] Ἡρόδ. 6. 104· παῖσον διπλῆν [ἐνν. πληγήν, πρβλ. [[ἀνταῖος]]], Σοφ. Ἠλ. 1416· δ. [[οἰκίδιον]], διώροφον, Λυσ. 92. 28· [[διπλῆ]] [[ἄκανθα]], [[ῥάχις]] κεκαμμένη ὑπὸ τοῦ γήρατος, Εὐρ. Ἠλ. 492, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. (487)· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου: duplicato poplite, [[διπλῆ]] [[ῥάχις]], Οὐεργιλ. duplex spina, Ξεν. Ἱππ. 1. 11. 2) διπλῇ χερὶ θανεῖν, ἀμοιβαίως διὰ χειρῶν [[ἀλλήλων]], Σοφ. Ἀντ. 14· πρβλ. [[δικρατής]]. 3) διπλᾶ ὀνόματα, σύνθετοι λέξεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, κτλ. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς συγκρ., ὡς τὸ [[διπλάσιος]], δὶς [[τόσος]], δὶς τόσο [[μέγας]], [[εὐρύς]], κτλ., [[βίος]] Πλάτ. Τιμ. 75Β· [[δίκη]] ὁ αὐτ. Νόμ. 865C· δ. ἢ..., δὶς τόσον ὅσον..., (ἴδε ἐν λ. διπλῇ)· ἢ μετὰ γεν., ὁ αὐτ. Τιμ. 35C· [[ὡσαύτως]], διπλοῦν ὅσον... παρὰ Δημ. 629. 22· διπλῷ = διπλῇ, Πλάτ. Νόμ. 722Β. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δύο, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Χο. 761, Σοφ. Αἴ. 970, Ο. Τ. 20, Ἀντ. 51. IV. διπλοῦς, [[ἀμφίβολος]], [[πλήρης]] ἀμφιβολίας, ἀναποφάσιστος, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν, πρβλ. [[διάνδιχα]] μερμήξεν, Πίνδ. Ν. 10. 167. 2) [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]], Λατ. duplex, ἀντίθ. [[ἁπλοῦς]] (simplex), Πλάτ. Πολ. 397D, 554D· οὐδὲν δ. Χεν. Ἑλλ. 4. 1, 32. Πρβλ. Ruhnk. Τιμ.
|lstext='''διπλόος''': -η, -ον, συνῃρ. διπλοῦς, ῆ, οῦν, Ἰων. θηλ. διπλέη ὑπάρχει παρ’ ἅπασι τοῖς χφοις ἐν Ἡροδ. 3. 42, [[ἀλλά]], διπλᾶν 5. 90· διπλᾶς 3. 28· ὁ συνῃρ. [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., πλὴν τοῦ διπλόοι ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33· (πρβλ. [[ἁπλόος]])· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, περὶ ἱματίων καὶ ἄλλων ἐνδυμάτων, [[χλαῖνα]] [[διπλῆ]] = [[δίπλαξ]] ἢ [[διπλοΐς]] Ἰλ. Κ. 134, Ὀδ. Ρ. 226· ὅθι... [[διπλόος]] ἤντετο θώρηξ, [[ἔνθα]] συνηντᾶτο ὁ θώραξ [μετὰ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ ζωστῆρος] καὶ ἐγίνετο διπλοῦς, Ἰλ. Δ. 133· τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν, συμπτύξας αὐτὴν [[ὥστε]] νὰ γίνῃ [[διπλῆ]], Ἀπολλόδ. Καρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 440· πρβλ. [[διπλόω]]· ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[διπλόος]] [[θάνατος]] Ἡρόδ. 6. 104· παῖσον διπλῆν [ἐνν. πληγήν, πρβλ. [[ἀνταῖος]]], Σοφ. Ἠλ. 1416· δ. [[οἰκίδιον]], διώροφον, Λυσ. 92. 28· [[διπλῆ]] [[ἄκανθα]], [[ῥάχις]] κεκαμμένη ὑπὸ τοῦ γήρατος, Εὐρ. Ἠλ. 492, [[ἔνθα]] ἴδε Seidl. (487)· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου: duplicato poplite, [[διπλῆ]] [[ῥάχις]], Οὐεργιλ. duplex spina, Ξεν. Ἱππ. 1. 11. 2) διπλῇ χερὶ θανεῖν, ἀμοιβαίως διὰ χειρῶν [[ἀλλήλων]], Σοφ. Ἀντ. 14· πρβλ. [[δικρατής]]. 3) διπλᾶ ὀνόματα, σύνθετοι λέξεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, κτλ. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς συγκρ., ὡς τὸ [[διπλάσιος]], δὶς [[τόσος]], δὶς τόσο [[μέγας]], [[εὐρύς]], κτλ., [[βίος]] Πλάτ. Τιμ. 75Β· [[δίκη]] ὁ αὐτ. Νόμ. 865C· δ. ἢ..., δὶς τόσον ὅσον..., (ἴδε ἐν λ. διπλῇ)· ἢ μετὰ γεν., ὁ αὐτ. Τιμ. 35C· [[ὡσαύτως]], διπλοῦν ὅσον... παρὰ Δημ. 629. 22· διπλῷ = διπλῇ, Πλάτ. Νόμ. 722Β. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δύο, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Χο. 761, Σοφ. Αἴ. 970, Ο. Τ. 20, Ἀντ. 51. IV. διπλοῦς, [[ἀμφίβολος]], [[πλήρης]] ἀμφιβολίας, ἀναποφάσιστος, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν, πρβλ. [[διάνδιχα]] μερμήξεν, Πίνδ. Ν. 10. 167. 2) [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]], Λατ. duplex, ἀντίθ. [[ἁπλοῦς]] (simplex), Πλάτ. Πολ. 397D, 554D· οὐδὲν δ. Χεν. Ἑλλ. 4. 1, 32. Πρβλ. Ruhnk. Τιμ.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[double]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 32: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον<br /><b>βλ.</b> [[διπλός]].
|mltxt=διπλή, διπλό (AM [[διπλοῦς]], διπλοῆ, διπλοοῦν και [[διπλός]], διπλή, διπλόν<br />Α και [[διπλόος]], διπλόη, διπλόον<br />θηλ. και διπλέη)<br /><b>1.</b> [[διπλάσιος]], αυτός που [[είναι]] δύο φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], δύο φορές [[ίδιος]] («διπλό [[κρεβάτι]], [[μεροκάματο]]»)<br /><b>2.</b> ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («[[διπλή]] [[χλαίνα]], [[κουβέρτα]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από δύο [[ίδια]] μέρη («παίει... μάστιγι [[διπλῇ]]», «[[διπλή]] σιδηροδρομική [[γραμμή]]»)<br /><b>4.</b> διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές<br /><b>5.</b> το συγκριτικό <i>διπλότερος</i> (με γεν.)<br />α) [[διπλάσιος]] από άλλον στον χώρο, το [[βάρος]], την [[έκταση]] ή [[ένταση]]<br />β) μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῦσιν»)<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται δύο φορές («[[συμβόλαιο]] εις διπλούν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]], [[εξαιρετικός]] («[[διπλός]] [[καημός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διπλό [[κρεβάτι]], [[σεντόνι]], [[κουβέρτα]] κ.λπ.» — για δύο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διπλό</i><br />α) (για [[νόμισμα]]) δίδραχμο<br />β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά βλέπει [[διπλά]]» — [[είναι]] εντελώς μεθυσμένος<br />β) «και του χρόνου [[διπλός]]» — [[ευχή]] σε άγαμο να παντρευτεί [[γρήγορα]]<br />γ) «έγινε [[διπλός]]» — πάχυνε υπερβολικά<br />δ) «[[διπλά]] και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά<br /><b>μσν.</b><br />«[[διπλῆ]] [[γνώμη]]» — [[διγνωμία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διπλή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτωμένος, καμπουριασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>5.</b> αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα<br /><b>6.</b> (για [[σπίτι]]) διώροφο<br /><b>7.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — [[διπλά]], δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη<br /><b>8.</b> για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[διπλή]]<br />[[διπροσωπία]], [[δολιότητα]]<br />β) [[σημάδι]] στο [[περιθώριο]] χειρογράφων (> - > <span style="color: red;"><</span> - <span style="color: red;"><</span>) για να δηλωθεί διάφορη [[γραφή]], [[αθέτηση]] στίχου κ.λπ. και στα δραματικά [[κείμενα]] [[αλλαγή]] προσώπου<br />γ) [[είδος]] χορού<br />δ) [[διπλοΐς]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ διπλοῦν
</i><br />[[δοχείο]] όπου ψήνουν φάρμακα<br /><b>11.</b> (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[απλός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 38: Line 36:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=διπλοῦς See also: s. [[ἁπλόος]].
|etymtx=[[διπλοῦς]] See also: s. [[ἁπλόος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj