Anonymous

διπλόος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diploos
|Transliteration C=diploos
|Beta Code=diplo/os
|Beta Code=diplo/os
|Definition=η, ον, contr. [[διπλοῦς]], [[διπλῆ]], [[διπλοῦν]], Ion. fem.<br><span class="bld">A</span> διπλέη [[Herodotus|Hdt.]]3.42 codd., but διπλήν or διπλῆν Id.5.90, διπλάς or διπλᾶς Id.3.28: contr. always in Trag., exc. διπλόοι A.''Fr.''39: (cf. [[ἁπλόος]]):—[[twofold]], [[double]], prop. of [[cloak]]s and articles of [[dress]], [[χλαῖνα]] [[διπλῆ]], = [[δίπλαξ]] or [[διπλοΐς]], Il.10.134, Od.19.226; [[ὅθι]]… διπλόος ἤντετο [[θώρηξ]] = where the [[cuirass]] met [the [[buckle]]] [[so as to be double]], Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν = having [[fold]]ed it [[double]], Apollod.Car.4: generally, [[καλύβη]] διπλῆ διαφράγματι Th.1.133; διπλόος [[θάνατος]] [[Herodotus|Hdt.]]6.104; παῖσον διπλῆν (''[[sc.]]'' [[πληγή]]ν) S.''El.''1415; διπλοῦν [[οἰκίδιον]] = [[of two stories]], Lys.1.9; διπλῆ [[ἄκανθα]] = [[spine]] [[bent]] [[double]] by [[age]], E.''El.''492; [[διπλῆ]] <[[ῥάχις]]> X.''Eq.''1.11; [[σύμβολον]] διπλοῦν = [[executed in duplicate]], PHib.1.29 (iii B. C.).<br><span class="bld">2</span> [[διπλῇ χερὶ θανεῖν]] by [[mutual]] [[slaughter]], S.''Ant.''14.<br><span class="bld">3</span> [[διπλὰ ὀνόματα]] [[compound]] [[word]]s, Arist.''Po.''1459a9, ''Rh.''1404b29, etc.<br><span class="bld">4</span> of [[fever]]s in which two [[paroxysm]]s took place in a given time, δ. [[ἀμφημερινός]], [[τριταῖος]], Gal.7.472, 9.677.<br><span class="bld">5</span> [[διπλῆ ἰσότης]] = [[διπλοϊσότης]] ([[quod vide|q.v.]]) [[double equation]], Dioph.p.98T., etc.<br><span class="bld">6</span> [[διπλοῦς]] [[ἄνδρας]]· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> as Comp., [[twice as much]], [[large]], etc., βίος Pl.''Ti.''75b; [[δίκη]] Id.''Lg.''865c; δ. ἢ… [[twice as much as]]… (v. [[διπλῇ]]): c. gen., Id.''Ti.''35b; διπλοῦν [[ὀφείλειν]] ὅσον… Lex ap.D.23.28; [[διπλῷ]], = [[διπλῇ]], Pl.''Lg.''722b.<br><span class="bld">III</span> pl., in Trag., = [[δύο]], A.''Pr.''950, ''Ch.''761, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''960, ''OT''20, ''Ant.''51.<br><span class="bld">IV</span> [[double]], [[doubtful]], οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.''N.''10.89; διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302.<br><span class="bld">2</span> [[double-minded]], [[treacherous]], E.''Rh.''395, etc.; οὐδὲν δ. X.''HG''4.1.32; δ. καὶ [[ποικίλος]] D.H.''Rh.''11.5; also, [[playing two parts]], Pl.''R.''397e; [[at variance with oneself]], ib. 554d.<br><span class="bld">V</span> [[διπλοῦν]], τό, = [[δίπλωμα]] ''III'', Androm. ap. Gal.13.29, al.
|Definition=[[διπλόη]], [[διπλόον]], contr. [[διπλοῦς]], [[διπλῆ]], [[διπλοῦν]], Ion. fem.<br><span class="bld">A</span> διπλέη [[Herodotus|Hdt.]]3.42 codd., but διπλήν or διπλῆν Id.5.90, διπλάς or διπλᾶς Id.3.28: contr. always in Trag., exc. διπλόοι A.''Fr.''39: (cf. [[ἁπλόος]]):—[[twofold]], [[double]], prop. of [[cloak]]s and articles of [[dress]], [[χλαῖνα]] [[διπλῆ]], = [[δίπλαξ]] or [[διπλοΐς]], Il.10.134, Od.19.226; [[ὅθι]]… διπλόος ἤντετο [[θώρηξ]] = where the [[cuirass]] met [the [[buckle]]] [[so as to be double]], Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν = having [[fold]]ed it [[double]], Apollod.Car.4: generally, [[καλύβη]] διπλῆ διαφράγματι Th.1.133; διπλόος [[θάνατος]] [[Herodotus|Hdt.]]6.104; παῖσον διπλῆν (''[[sc.]]'' [[πληγή]]ν) S.''El.''1415; διπλοῦν [[οἰκίδιον]] = [[of two stories]], Lys.1.9; διπλῆ [[ἄκανθα]] = [[spine]] [[bent]] [[double]] by [[age]], E.''El.''492; [[διπλῆ]] <[[ῥάχις]]> X.''Eq.''1.11; [[σύμβολον]] διπλοῦν = [[executed in duplicate]], PHib.1.29 (iii B. C.).<br><span class="bld">2</span> [[διπλῇ χερὶ θανεῖν]] by [[mutual]] [[slaughter]], S.''Ant.''14.<br><span class="bld">3</span> [[διπλὰ ὀνόματα]] [[compound]] [[word]]s, Arist.''Po.''1459a9, ''Rh.''1404b29, etc.<br><span class="bld">4</span> of [[fever]]s in which two [[paroxysm]]s took place in a given time, δ. [[ἀμφημερινός]], [[τριταῖος]], Gal.7.472, 9.677.<br><span class="bld">5</span> [[διπλῆ ἰσότης]] = [[διπλοϊσότης]] ([[quod vide|q.v.]]) [[double equation]], Dioph.p.98T., etc.<br><span class="bld">6</span> [[διπλοῦς]] [[ἄνδρας]]· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> as Comp., [[twice as much]], [[large]], etc., βίος Pl.''Ti.''75b; [[δίκη]] Id.''Lg.''865c; δ. ἢ… [[twice as much as]]… (v. [[διπλῇ]]): c. gen., Id.''Ti.''35b; διπλοῦν [[ὀφείλειν]] ὅσον… Lex ap.D.23.28; [[διπλῷ]], = [[διπλῇ]], Pl.''Lg.''722b.<br><span class="bld">III</span> pl., in Trag., = [[δύο]], A.''Pr.''950, ''Ch.''761, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''960, ''OT''20, ''Ant.''51.<br><span class="bld">IV</span> [[double]], [[doubtful]], οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.''N.''10.89; διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302.<br><span class="bld">2</span> [[double-minded]], [[treacherous]], E.''Rh.''395, etc.; οὐδὲν δ. X.''HG''4.1.32; δ. καὶ [[ποικίλος]] D.H.''Rh.''11.5; also, [[playing two parts]], Pl.''R.''397e; [[at variance with oneself]], ib. 554d.<br><span class="bld">V</span> [[διπλοῦν]], τό, = [[δίπλωμα]] ''III'', Androm. ap. Gal.13.29, al.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=διπλή, διπλό (AM [[διπλοῦς]], διπλοῆ, διπλοοῦν και [[διπλός]], διπλή, διπλόν<br />Α και [[διπλόος]], διπλόη, διπλόον<br />θηλ. και διπλέη)<br /><b>1.</b> [[διπλάσιος]], αυτός που [[είναι]] δύο φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], δύο φορές [[ίδιος]] («διπλό [[κρεβάτι]], [[μεροκάματο]]»)<br /><b>2.</b> ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («[[διπλή]] [[χλαίνα]], [[κουβέρτα]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από δύο [[ίδια]] μέρη («παίει... μάστιγι [[διπλῇ]]», «[[διπλή]] σιδηροδρομική [[γραμμή]]»)<br /><b>4.</b> διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές<br /><b>5.</b> το συγκριτικό <i>διπλότερος</i> (με γεν.)<br />α) [[διπλάσιος]] από άλλον στον χώρο, το [[βάρος]], την [[έκταση]] ή [[ένταση]]<br />β) μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῦσιν»)<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται δύο φορές («[[συμβόλαιο]] εις διπλούν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]], [[εξαιρετικός]] («[[διπλός]] [[καημός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διπλό [[κρεβάτι]], [[σεντόνι]], [[κουβέρτα]] κ.λπ.» — για δύο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διπλό</i><br />α) (για [[νόμισμα]]) δίδραχμο<br />β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά βλέπει [[διπλά]]» — [[είναι]] εντελώς μεθυσμένος<br />β) «και του χρόνου [[διπλός]]» — [[ευχή]] σε άγαμο να παντρευτεί [[γρήγορα]]<br />γ) «έγινε [[διπλός]]» — πάχυνε υπερβολικά<br />δ) «[[διπλά]] και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά<br /><b>μσν.</b><br />«[[διπλῆ]] [[γνώμη]]» — [[διγνωμία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διπλή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτωμένος, καμπουριασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>5.</b> αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα<br /><b>6.</b> (για [[σπίτι]]) διώροφο<br /><b>7.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — [[διπλά]], δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη<br /><b>8.</b> για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[διπλή]]<br />[[διπροσωπία]], [[δολιότητα]]<br />β) [[σημάδι]] στο [[περιθώριο]] χειρογράφων (> - > <span style="color: red;"><</span> - <span style="color: red;"><</span>) για να δηλωθεί διάφορη [[γραφή]], [[αθέτηση]] στίχου κ.λπ. και στα δραματικά [[κείμενα]] [[αλλαγή]] προσώπου<br />γ) [[είδος]] χορού<br />δ) [[διπλοΐς]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ διπλοῦν
|mltxt=διπλή, διπλό (AM [[διπλοῦς]], διπλῆ, διπλοῦν και [[διπλός]], διπλή, διπλόν<br />Α και [[διπλόος]], διπλόη, διπλόον<br />θηλ. και διπλέη)<br /><b>1.</b> [[διπλάσιος]], αυτός που [[είναι]] δύο φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], δύο φορές [[ίδιος]] («διπλό [[κρεβάτι]], [[μεροκάματο]]»)<br /><b>2.</b> ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («[[διπλή]] [[χλαίνα]], [[κουβέρτα]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από δύο [[ίδια]] μέρη («παίει... μάστιγι [[διπλῇ]]», «[[διπλή]] σιδηροδρομική [[γραμμή]]»)<br /><b>4.</b> διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές<br /><b>5.</b> το συγκριτικό <i>διπλότερος</i> (με γεν.)<br />α) [[διπλάσιος]] από άλλον στον χώρο, το [[βάρος]], την [[έκταση]] ή [[ένταση]]<br />β) μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῦσιν»)<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται δύο φορές («[[συμβόλαιο]] εις διπλούν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[ισχυρός]], [[εξαιρετικός]] («[[διπλός]] [[καημός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διπλό [[κρεβάτι]], [[σεντόνι]], [[κουβέρτα]] κ.λπ.» — για δύο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διπλό</i><br />α) (για [[νόμισμα]]) δίδραχμο<br />β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά βλέπει [[διπλά]]» — [[είναι]] εντελώς μεθυσμένος<br />β) «και του χρόνου [[διπλός]]» — [[ευχή]] σε άγαμο να παντρευτεί [[γρήγορα]]<br />γ) «έγινε [[διπλός]]» — πάχυνε υπερβολικά<br />δ) «[[διπλά]] και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά<br /><b>μσν.</b><br />«[[διπλῆ]] [[γνώμη]]» — [[διγνωμία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διπλή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτωμένος, καμπουριασμένος<br /><b>2.</b> αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>5.</b> αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα<br /><b>6.</b> (για [[σπίτι]]) διώροφο<br /><b>7.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — [[διπλά]], δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη<br /><b>8.</b> για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο<br /><b>9.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[διπλή]]<br />[[διπροσωπία]], [[δολιότητα]]<br />β) [[σημάδι]] στο [[περιθώριο]] χειρογράφων (> - > <span style="color: red;"><</span> - <span style="color: red;"><</span>) για να δηλωθεί διάφορη [[γραφή]], [[αθέτηση]] στίχου κ.λπ. και στα δραματικά [[κείμενα]] [[αλλαγή]] προσώπου<br />γ) [[είδος]] χορού<br />δ) [[διπλοΐς]]<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ διπλοῦν
</i><br />[[δοχείο]] όπου ψήνουν φάρμακα<br /><b>11.</b> (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[απλός]]].
</i><br />[[δοχείο]] όπου ψήνουν φάρμακα<br /><b>11.</b> (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[απλός]]].
}}
}}