Anonymous

ἅλωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἅλωσις]] (-εως), η (AM)<br /><b>βλ.</b> [[άλωση]]·
|mltxt=η (AM [[ἅλωσις]])<br />[[εκπόρθηση]], [[κατάκτηση]], [[κατάληψη]], [[καταστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικότερα) <i>η Άλωση</i><br />η [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως<br /><b>μσν.</b><br />(για πρόσωπα) [[σύλληψη]], [[αιχμαλωσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[άγρευση]], [[σύλληψη]]<br /><b>2.</b> τα [[μέσα]] για την [[εκπόρθηση]] μιας πόλης<br /><b>3.</b> (ως [[νομικός]] όρος) καταδικαστική [[απόφαση]], [[καταδίκη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἑάλων ἰσχυρὰν ἅλωσιν», έχω συλληφθεί και δεν [[μπορώ]] να διαφύγω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἁλω</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. αόρ. ἑ-<i>άλω</i>-<i>ν</i>) του ρ. [[ἁλίσκομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm