Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αυτόχειρας: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(7)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[αὐτόχειρ]], [-<i>ειρος</i>]) [[χειρ]]<br />αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>2.</b> [[εργάτης]], [[πρωτεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φονιάς]], [[δολοφόνος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φονικός]], που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.
|mltxt=ο (AM [[αὐτόχειρ]], [-<i>ειρος</i>]) [[χειρ]]<br />αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>2.</b> [[εργάτης]], [[πρωτεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φονιάς]], [[δολοφόνος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φονικός]], που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.
}}
{{trml
|trtx====[[suicide]]===
Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر‎, مُنْتَحِرَة‎; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: [[zelfmoordenaar]], [[zelfmoordenaares]], [[zelfmoordenaarster]]; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: [[suicidé]], [[suicidée]], [[suicidant]], [[suicidante]]; German: [[Selbstmörder]], [[Selbstmörderin]], [[Suizidant]], [[Suizidantin]], [[Suizident]], [[Suizidentin]]; Greek: [[αυτόχειρ]], [[αυτόχειρας]]; Ancient Greek: [[αὐθέντης]], [[αὐτοσφαγής]], [[αὐτόχειρ]]; Hebrew: מתאבד‎, מתאבדת‎; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: [[suicida]]; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری‎‎; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: [[suicida]]; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: [[самоубийца]]; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: [[suicida]]; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش‎, خُودْکُش‎; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى‎; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig
}}
}}