Anonymous

απλότητα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἁπλότης]], -ητος)<br /><b>1.</b> [[ιδιότητα]] του απλού<br /><b>2.</b> η [[ειλικρίνεια]]<br /><b>3.</b> η [[αφέλεια]], η [[έλλειψη]] επιτήδευσης<br /><b>4.</b> η [[γενναιοδωρία]], η [[απλοχεριά]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[απλοϊκότητα]], [[ανοησία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καλοσύνη]], [[ευγένεια]] ψυχής<br /><b>αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κάτι]] απλό, ενιαίο, να μην αποτελείται από [[πολλά]] μέρη.
|mltxt=η (AM [[ἁπλότης]], -ητος)<br /><b>1.</b> [[ιδιότητα]] του απλού<br /><b>2.</b> η [[ειλικρίνεια]]<br /><b>3.</b> η [[αφέλεια]], η [[έλλειψη]] επιτήδευσης<br /><b>4.</b> η [[γενναιοδωρία]], η [[απλοχεριά]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[απλοϊκότητα]], [[ανοησία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καλοσύνη]], [[ευγένεια]] ψυχής<br /><b>αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κάτι]] απλό, ενιαίο, να μην αποτελείται από [[πολλά]] μέρη.
}}
{{trml
|trtx====[[simplicity]]===
Aghwan: 𐕉𐔰𐕀𐔰𐕐; Ancient Greek: [[ἀκοσμία]], [[ἀπεριεργίη]], [[ἀπεριττότης]], [[ἁπλόη]], [[ἁπλότης]], [[ἀπονηρευσία]], [[ἀρχαιότης]], [[ἀφέλεια]], [[ἀφελότης]], [[εὐήθεια]], [[εὐηθία]], [[εὐηθίη]], [[καθαρειότης]], [[λιτότης]], [[συντομία]], [[τὸ ἀκατάσκευον]], [[τὸ ἀπερίεργον]], [[τὸ ἀπέρισσον]], [[τὸ ἀπέριττον]], [[τὸ ἁπλοῦν]], [[τὸ ἀποίητον]], [[τὸ ἀσχημάτιστον]], [[τὸ ἀφελές]], [[χρηστότης]]; Arabic: بَسَاطَة‎; Belarusian: прастата; Bulgarian: простота; Catalan: simplicitat; Czech: jednoduchost; Esperanto: simpleco; French: [[simplicité]]; Galician: simplicidade; Georgian: სიმარტივე, უბრალოება; German: [[Einfachheit]]; Gothic: 𐌰𐌹𐌽𐍆𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: [[απλότητα]]; Hebrew: פשטות‎; Hungarian: egyszerűség; Italian: [[semplicità]]; Kurdish Central Kurdish: ساکاری‎; Latin: [[simplicitas]]; Old English: ānfealdnes; Portuguese: [[simplicidade]]; Russian: [[простота]]; Spanish: [[simplicidad]]; Tagalog: kalaharan; Turkish: basitlik; Vietnamese: tính đơn giản; Volapük: balug
}}
}}