Anonymous

εἰσάγω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 February 2024
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσάγω]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μέσα]] («τον εισήγαγε στην [[αίθουσα]] του θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ' εἰσάγει δόμοις»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («[[εἰσάγω]] καθετήρα...»)<br /><b>3.</b> (για εμπορεύματα) [[φέρνω]] από [[άλλη]] [[χώρα]] («εισάγει πρώτες ύλες», «[[εἰσάγω]] [[οἶνον]] Ἀθήναζε»)<br /><b>4.</b> [[μεταφέρω]] από [[αλλού]] ή [[καθιερώνω]] νέα ήθη, έθιμα, θεσμούς κ.λπ. (α. «εισήγαγε την [[αρχή]] της δεδηλωμένης» β. «[[εἰσάγω]] καινὰ δαιμόνια» — [[εισάγω]] νέους θεούς, [[νέες]] αρχές» γ. «εἰσάγουσι τελετὰς πονηράς»)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]], [[παρουσιάζω]] κάποιον στη [[σκηνή]], σε ανώτερο αξιωματούχο κ.λπ. («τον εισήγαγε στον πατριάρχη», «εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν»)<br /><b>6.</b> [[φέρνω]] [[υπόθεση]] ενώπιον του δικαστηρίου («[[εισάγω]] την [[υπόθεση]]», «[[εἰσάγω]] [[δίκην]], γραφήν» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] [[προς]] [[συζήτηση]] στη [[βουλή]], σε [[συμβούλιο]], [[επιτροπή]], κ.λπ. («εισάγει το [[νομοσχέδιο]]», «εἰσάγει [[ψήφισμα]] εἰς τὴν βουλήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σχολεία, νοσοκομεία <b>κ.λπ.</b>) [[ενεργώ]] ώστε να γίνει [[δεκτός]] («εισάγονται στις ανώτατες σχολές», «[[εισάγω]] στο [[νοσοκομείο]]»,<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (-<i>ομαι</i>) [[κάνω]] κάποιον να πάρει [[μέρος]] σε ομαδική [[ενέργεια]], όπως σύλλογο, [[συνωμοσία]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εγγράφω]] ως [[μέλος]]<br /><b>3.</b> [[καταγγέλλω]], [[μηνύω]]<br /><b>4.</b> [[καταγράφω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>5.</b> <i>οι εισαγόμενοι</i><br />α) αρχάριοι, πρωτόπειροι γιατροί<br />β) <b>εκκλ.</b> κατηχούμενοι λαϊκοί, δόκιμοι μοναχοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι γυναῑκα» νυμφεύομαι<br />β) «εἰσάγειν εἰς σπονδάς» — [[κάνω]] κάποιον μέτοχο τών σπονδών<br />γ) «ἰατρὸν εἰσάγειν τινί» — [[καλώ]] τον γιατρό<br />δ) «[[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὴν βουλήν» — [[προσάγω]] ένοχο στη [[βουλή]]<br />ε) «[[εἰσάγω]] τινά»<br />(για λογιστές) [[ελέγχω]] τους λογαριασμούς άρχοντα [[κατά]] την [[παράδοση]] της αρχής.
|mltxt=(AM [[εἰσάγω]])<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μέσα]] («τον εισήγαγε στην [[αίθουσα]] του θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ' εἰσάγει δόμοις»)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («[[εἰσάγω]] καθετήρα...»)<br /><b>3.</b> (για εμπορεύματα) [[φέρνω]] από [[άλλη]] [[χώρα]] («εισάγει πρώτες ύλες», «[[εἰσάγω]] [[οἶνον]] Ἀθήναζε»)<br /><b>4.</b> [[μεταφέρω]] από [[αλλού]] ή [[καθιερώνω]] νέα ήθη, έθιμα, θεσμούς κ.λπ. (α. «εισήγαγε την [[αρχή]] της δεδηλωμένης» β. «[[εἰσάγω]] καινὰ δαιμόνια» — [[εισάγω]] νέους θεούς, [[νέες]] αρχές» γ. «εἰσάγουσι τελετὰς πονηράς»)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]], [[παρουσιάζω]] κάποιον στη [[σκηνή]], σε ανώτερο αξιωματούχο κ.λπ. («τον εισήγαγε στον πατριάρχη», «εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν»)<br /><b>6.</b> [[φέρνω]] [[υπόθεση]] ενώπιον του δικαστηρίου («[[εισάγω]] την [[υπόθεση]]», «[[εἰσάγω]] [[δίκην]], γραφήν» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] [[προς]] [[συζήτηση]] στη [[βουλή]], σε [[συμβούλιο]], [[επιτροπή]], κ.λπ. («εισάγει το [[νομοσχέδιο]]», «εἰσάγει [[ψήφισμα]] εἰς τὴν βουλήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για σχολεία, νοσοκομεία <b>κ.λπ.</b>) [[ενεργώ]] ώστε να γίνει [[δεκτός]] («εισάγονται στις ανώτατες σχολές», «[[εισάγω]] στο [[νοσοκομείο]]»,<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (-<i>ομαι</i>) [[κάνω]] κάποιον να πάρει [[μέρος]] σε ομαδική [[ενέργεια]], όπως σύλλογο, [[συνωμοσία]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εγγράφω]] ως [[μέλος]]<br /><b>3.</b> [[καταγγέλλω]], [[μηνύω]]<br /><b>4.</b> [[καταγράφω]], [[καταχωρίζω]]<br /><b>5.</b> <i>οι εισαγόμενοι</i><br />α) αρχάριοι, πρωτόπειροι γιατροί<br />β) <b>εκκλ.</b> κατηχούμενοι λαϊκοί, δόκιμοι μοναχοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι γυναῖκα» νυμφεύομαι<br />β) «εἰσάγειν εἰς σπονδάς» — [[κάνω]] κάποιον μέτοχο τών σπονδών<br />γ) «ἰατρὸν εἰσάγειν τινί» — [[καλώ]] τον γιατρό<br />δ) «[[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὴν βουλήν» — [[προσάγω]] ένοχο στη [[βουλή]]<br />ε) «[[εἰσάγω]] τινά»<br />(για λογιστές) [[ελέγχω]] τους λογαριασμούς άρχοντα [[κατά]] την [[παράδοση]] της αρχής.
}}
}}
{{lsm
{{lsm