Anonymous

εξαίρετος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐξαίρετος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]] («[[εξαίρετος]] [[δάσκαλος]], [[φίλος]]», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> όχι [[συνηθισμένος]] ή [[τυχαίος]] («μετ' εξαίρετου [[τιμής]], υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξαίρετον</i><br />ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο [[εκτός]] της κληρονομικής του μερίδας σε [[περίπτωση]] «διαδοχής εξ αδιαθέτου»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαφορετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ [[χίλια]] τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξαίρετον</i><br />α) διακριτικό [[σημάδι]]<br />β) [[ξεχωριστός]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐξαίρετα</i><br />α) αναλώματα<br />β) μέρη μηχανήματος<br />γ) δώρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εξαίρετα]] (AM ἐξαιρέτως)<br /><b>1.</b> σε εξαίρετο βαθμό, [[πάρα]] πολύ<br /><b>2.</b> πολύ καλά, θαυμάσια<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ιδίως]], [[προπάντων]]<br /><b>αρχ.</b><br />αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐξαίρετος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]] («[[εξαίρετος]] [[δάσκαλος]], [[φίλος]]», «πολλαὶ δὲ γυναῖκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> όχι [[συνηθισμένος]] ή [[τυχαίος]] («μετ' εξαίρετου [[τιμής]], υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξαίρετον</i><br />ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο [[εκτός]] της κληρονομικής του μερίδας σε [[περίπτωση]] «διαδοχής εξ αδιαθέτου»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαφορετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ [[χίλια]] τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξαίρετον</i><br />α) διακριτικό [[σημάδι]]<br />β) [[ξεχωριστός]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐξαίρετα</i><br />α) αναλώματα<br />β) μέρη μηχανήματος<br />γ) δώρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εξαίρετα]] (AM ἐξαιρέτως)<br /><b>1.</b> σε εξαίρετο βαθμό, [[πάρα]] πολύ<br /><b>2.</b> πολύ καλά, θαυμάσια<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ιδίως]], [[προπάντων]]<br /><b>αρχ.</b><br />αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.
}}
}}