Anonymous

κήδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κῆδος]], -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)<br />[[κηδεστία]], [[συγγένεια]] λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («τῶν δ' ἄλλων οὐ [[κῆδος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θλίψη]], [[ανησυχία]], [[στενοχώρια]] (α. «εἴ πέρ τί σε [[κῆδος]] ἱκάνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πένθος]], [[κηδεία]] («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντώσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντικείμενο]] φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ [[κῆδος]] ὀρθώνυμον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[θυγατέρα]] («[[κῆδος]] Ἀδράστου λαβών» — [[αφού]] παντρεύθηκε τη [[θυγατέρα]] του Αδράστου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[γάμος]] («[[εἰκός]] τε καὶ τὸ [[κῆδος]] Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κήδεα</i><br />επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ [[γόον]] καὶ κήδεα λυγρά λεῖπε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ā</i><i>dos</i>- «[[φροντίδα]], [[λύπη]]», της ρίζας <i>k</i><i>ā</i><i>d</i>- «[[λύπη]], [[μίσος]]» ([[πρβλ]]. και αρχ. ινδ. <i>ri</i>-<i>ś</i><i>ā</i><i>das</i> «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. <i>s</i><i>ā</i><i>dra</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]», τοχαρ. A <i>kat</i> «[[καταστροφή]]», γαλλ. <i>hair</i> «[[μίσος]], αγγλ. <i>hate</i>, γερμ. <i>hassen</i>, <i>haβ</i> «[[μίσος]]»). Ο τ. [[κήδω]], [[κήδομαι]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο <i>Κηδικράτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηδεμών]], [[κηδεστής]], [[κηδεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήδειος]], [[κήδεος]], [[κήδιστος]], [[κηδόσυνος]], [[κηδωλός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Με Β' συνθετικό [[κήδομαι]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικήδομαι</i>, [[επικήδομαι]], [[περικήδομαι]], [[προκήδομαι]]. (Με Β' συνθετικό [[κήδος]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακηδής]], [[ανακηδής]], <i>αποκηδής</i>, [[αρθροκηδής]], [[δημοκηδής]], [[δυσκηδής]], [[λαθικηδής]], [[νεοκηδής]], [[πανακηδής]], [[πολυκηδής]], [[προσκηδής]], [[φιλοκηδής]], [[φρενοκηδής]].
|mltxt=[[κῆδος]], -εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος)<br />[[κηδεστία]], [[συγγένεια]] λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῖδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[ενδιαφέρον]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («τῶν δ' ἄλλων οὐ [[κῆδος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θλίψη]], [[ανησυχία]], [[στενοχώρια]] (α. «εἴ πέρ τί σε [[κῆδος]] ἱκάνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Τρώεσσι δὲ κῆδε' ἐφῆπται ἐκ [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πένθος]], [[κηδεία]] («εἰς τὰ κήδη... οἱ συγγενεῖς ἀπαντώσι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντικείμενο]] φροντίδας («Ἰλίῳ δὲ [[κῆδος]] ὀρθώνυμον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[θυγατέρα]] («[[κῆδος]] Ἀδράστου λαβών» — [[αφού]] παντρεύθηκε τη [[θυγατέρα]] του Αδράστου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[γάμος]] («[[εἰκός]] τε καὶ τὸ [[κῆδος]] Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κήδεα</i><br />επικήδειες τελετές, πένθη («πατέρι δὲ [[γόον]] καὶ κήδεα λυγρά λεῖπε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>k</i><i>ā</i><i>dos</i>- «[[φροντίδα]], [[λύπη]]», της ρίζας <i>k</i><i>ā</i><i>d</i>- «[[λύπη]], [[μίσος]]» ([[πρβλ]]. και αρχ. ινδ. <i>ri</i>-<i>ś</i><i>ā</i><i>das</i> «αυτός που φροντίζει για τους φίλους», αβεστ. <i>s</i><i>ā</i><i>dra</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]», τοχαρ. A <i>kat</i> «[[καταστροφή]]», γαλλ. <i>hair</i> «[[μίσος]], αγγλ. <i>hate</i>, γερμ. <i>hassen</i>, <i>haβ</i> «[[μίσος]]»). Ο τ. [[κήδω]], [[κήδομαι]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] δεν έχει ακριβή αντίστοιχα στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πιθ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο <i>Κηδικράτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηδεμών]], [[κηδεστής]], [[κηδεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήδειος]], [[κήδεος]], [[κήδιστος]], [[κηδόσυνος]], [[κηδωλός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Με Β' συνθετικό [[κήδομαι]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικήδομαι</i>, [[επικήδομαι]], [[περικήδομαι]], [[προκήδομαι]]. (Με Β' συνθετικό [[κήδος]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακηδής]], [[ανακηδής]], <i>αποκηδής</i>, [[αρθροκηδής]], [[δημοκηδής]], [[δυσκηδής]], [[λαθικηδής]], [[νεοκηδής]], [[πανακηδής]], [[πολυκηδής]], [[προσκηδής]], [[φιλοκηδής]], [[φρενοκηδής]].
}}
}}