Anonymous

οργάς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀργάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>αρχ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>)<br /><b>1.</b> γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, [[εύφορος]] [[αγρός]]<br /><b>2.</b> καρποφόρο [[κομμάτι]] γης αφιερωμένο σε κάποια [[θεότητα]] («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς καλουμένης ὀργάδος θεῶν τε τῶν ἐν Ἐλευσῑνι ἱερᾱς», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀργάς]] παράγεται [[μάλλον]] από το ρ. <i>ὀργώ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: [[μαινάς]]). Η σημ. της λ. «γη που καλλιεργείται», δηλ. καλοδουλεμένη, απ' όπου «εύφορη», έκανε ορισμένους να τή διαχωρίσουν από την [[οικογένεια]] του [[ὀργή]] και να τη συνδέσουν με την [[οικογένεια]] τών <i>ἔργο</i>, [[ἔρδω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[οργή]]). Η σημ., εξάλλου, της λ. «καρποφόρο [[κομμάτι]] γης αφιερωμένο σε κάποια [[θεότητα]]», η οποία αναφέρεται γενικά σε γη που δεν καλλιεργείται και συγκεκριμένα στην [[περιοχή]] της Ελευσίνας, [[ανάμεσα]] στην Αθήνα και στα [[Μέγαρα]], οδήγησε στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[εἴργω]] / [[ἔργω]] «[[διαχωρίζω]], [[περικλείω]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>-<i>g</i>- «[[κλείνω]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]]»). Από άλλους, [[τέλος]], η λ. έχει θεωρηθεί [[δάνειο]] από το χεττιτ. <i>warkant</i>- «[[παχύς]], [[ευτραφής]]»].
|mltxt=[[ὀργάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>αρχ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>)<br /><b>1.</b> γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, [[εύφορος]] [[αγρός]]<br /><b>2.</b> καρποφόρο [[κομμάτι]] γης αφιερωμένο σε κάποια [[θεότητα]] («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς καλουμένης ὀργάδος θεῶν τε τῶν ἐν Ἐλευσῖνι ἱερᾱς», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀργάς]] παράγεται [[μάλλον]] από το ρ. <i>ὀργώ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: [[μαινάς]]). Η σημ. της λ. «γη που καλλιεργείται», δηλ. καλοδουλεμένη, απ' όπου «εύφορη», έκανε ορισμένους να τή διαχωρίσουν από την [[οικογένεια]] του [[ὀργή]] και να τη συνδέσουν με την [[οικογένεια]] τών <i>ἔργο</i>, [[ἔρδω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[οργή]]). Η σημ., εξάλλου, της λ. «καρποφόρο [[κομμάτι]] γης αφιερωμένο σε κάποια [[θεότητα]]», η οποία αναφέρεται γενικά σε γη που δεν καλλιεργείται και συγκεκριμένα στην [[περιοχή]] της Ελευσίνας, [[ανάμεσα]] στην Αθήνα και στα [[Μέγαρα]], οδήγησε στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[εἴργω]] / [[ἔργω]] «[[διαχωρίζω]], [[περικλείω]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>-<i>g</i>- «[[κλείνω]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]]»). Από άλλους, [[τέλος]], η λ. έχει θεωρηθεί [[δάνειο]] από το χεττιτ. <i>warkant</i>- «[[παχύς]], [[ευτραφής]]»].
}}
}}