οργάς
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
Greek Monolingual
ὀργάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για γυναίκα) αυτή που βρίσκεται σε ηλικία γάμου
αρχ.
(ενν. γη)
1. γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός
2. καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς καλουμένης ὀργάδος θεῶν τε τῶν ἐν Ἐλευσῖνι ἱερᾱς», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀργάς παράγεται μάλλον από το ρ. ὀργώ + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς). Η σημ. της λ. «γη που καλλιεργείται», δηλ. καλοδουλεμένη, απ' όπου «εύφορη», έκανε ορισμένους να τή διαχωρίσουν από την οικογένεια του ὀργή και να τη συνδέσουν με την οικογένεια τών ἔργο, ἔρδω (βλ. και λ. οργή). Η σημ., εξάλλου, της λ. «καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα», η οποία αναφέρεται γενικά σε γη που δεν καλλιεργείται και συγκεκριμένα στην περιοχή της Ελευσίνας, ανάμεσα στην Αθήνα και στα Μέγαρα, οδήγησε στη σύνδεση της με το ρ. εἴργω / ἔργω «διαχωρίζω, περικλείω» (< ΙΕ ρίζα wer-g- «κλείνω, εγκλείω, περικλείω»). Από άλλους, τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί δάνειο από το χεττιτ. warkant- «παχύς, ευτραφής»].