Anonymous

καθαγίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθαγίζω]] και ιων. τ. [[καταγίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] σε θεό, [[αφιερώνω]] σε θεό, [[καθιερώ]] («ἀκροθίνια ταῦτα καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ, δή», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιδίως]] για [[θυσία]] [[πάνω]] σε [[φωτιά]] («θυμιήματα δὲ παρ' αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφιερώνω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] στις ψυχές τών [[νεκρών]] («τρέφονται δὲ ταῖς παρ' ἡμῶν χοαῑς καὶ τοῖς καθαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (γενικώς) [[καίω]] («καταγιζομένου τοῦ καρποῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καίω]] νεκρό [[σώμα]] («τὸ [[σῶμα]] τοῦ Καίσαρος ἐν ἀγορᾱ καθαγίζειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] και συνεκδ. [[ενταφιάζω]], [[θάβω]] («ὅσων σπαράγματ' ἤ κύνες καθήγισαν» — όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν οι σκύλοι, δηλ. τά καταβρόχθισαν, τά κατέφαγαν, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁγίζω]].
|mltxt=[[καθαγίζω]] και ιων. τ. [[καταγίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] σε θεό, [[αφιερώνω]] σε θεό, [[καθιερώ]] («ἀκροθίνια ταῦτα καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ, δή», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιδίως]] για [[θυσία]] [[πάνω]] σε [[φωτιά]] («θυμιήματα δὲ παρ' αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφιερώνω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] στις ψυχές τών [[νεκρών]] («τρέφονται δὲ ταῖς παρ' ἡμῶν χοαῖς καὶ τοῖς καθαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (γενικώς) [[καίω]] («καταγιζομένου τοῦ καρποῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καίω]] νεκρό [[σώμα]] («τὸ [[σῶμα]] τοῦ Καίσαρος ἐν ἀγορᾱ καθαγίζειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] και συνεκδ. [[ενταφιάζω]], [[θάβω]] («ὅσων σπαράγματ' ἤ κύνες καθήγισαν» — όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν οι σκύλοι, δηλ. τά καταβρόχθισαν, τά κατέφαγαν, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁγίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm