3,277,286
edits
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ώς (ΑΜ ἕως, Μ και ὡς, Α και [[εἵως]] και ἧος και ἇς και ἅως)<br />Ι. <b>(σύνδ.)</b> (σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία) [[μέχρι]], μέχρις ότου (α. «θα [[περιμένω]] έως ότου έλθεις» β. «οὐκ [[ἐξέρχομαι]] ἕως ὅτου νὰ ἔλθῃς» γ. «ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ώσπου να πεις [[κρεμμύδι]] ή [[κύμινο]]» — [[αμέσως]], στη [[στιγμή]]<br /><b>μσν.</b><br />(με το <i>ώσπου</i> πλεοναστικά) [[μέχρι]] («ἐφυλακίσαν -τους... ἕως ὥσπου τοὺς ἐλευθέρωσεν ὁ Θεός», Μαχ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέχρι]] που, [[τώρα]] που, μέχρις ότου<br /><b>2.</b> ενώ, όταν (α. «[[εἵως]] ἐν Τροίῃ πολεμίζομεν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἕως ὁποὺ ἦτον [[σκλάβος]]», Ασσίζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ορστ. για [[δήλωση]] γεγονότος του παρελθόντος χρόνου) [[μέχρι]], έως ότου, έως να<br /><b>2.</b> (σε υποθ. όταν στην [[απόδοση]] υπάρχει [[παρατατικός]] με <i>αν</i>) δηλώνει [[πράξη]] που δεν έχει γίνει («[[ἡδέως]] μὲν ἄν διελεγόμην... ἕως αὐτῷ ἀπέδωκα ρῆσιν», Κρατ.)<br /><b>3.</b> (με το <i>αν</i> ή το <i>κε</i> και υποτ.)<br />δηλώνει αβέβαιο [[γεγονός]] στο [[μέλλον]] («μαχήσομαι..., [[εἵως]] κε [[τέλος]] πολέμοιο κιχείω» — θα [[μάχομαι]] μέχρις ότου επιτύχω το [[τέλος]] του πολέμου, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (με ευκτ. και το <i>κε</i> ή <i>αν</i>) δηλώνει [[γεγονός]] που εξαρτάται από τις περιστάσεις («οὐκ ἀποκρίναιο, ἕως ἄν... σκέψαιο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> στον πλάγ. λόγο («ἔδωκεν... ἕως ἀνὴρ [[εἶναι]] δοκιμασθείην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> (με υποτ. και ευκτ.) για να, με σκοπό να («[[εἵως]] Πηνελόπειαν... παύσειε | |mltxt=<b>(I)</b><br />και ώς (ΑΜ ἕως, Μ και ὡς, Α και [[εἵως]] και ἧος και ἇς και ἅως)<br />Ι. <b>(σύνδ.)</b> (σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία) [[μέχρι]], μέχρις ότου (α. «θα [[περιμένω]] έως ότου έλθεις» β. «οὐκ [[ἐξέρχομαι]] ἕως ὅτου νὰ ἔλθῃς» γ. «ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ώσπου να πεις [[κρεμμύδι]] ή [[κύμινο]]» — [[αμέσως]], στη [[στιγμή]]<br /><b>μσν.</b><br />(με το <i>ώσπου</i> πλεοναστικά) [[μέχρι]] («ἐφυλακίσαν -τους... ἕως ὥσπου τοὺς ἐλευθέρωσεν ὁ Θεός», Μαχ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέχρι]] που, [[τώρα]] που, μέχρις ότου<br /><b>2.</b> ενώ, όταν (α. «[[εἵως]] ἐν Τροίῃ πολεμίζομεν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἕως ὁποὺ ἦτον [[σκλάβος]]», Ασσίζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ορστ. για [[δήλωση]] γεγονότος του παρελθόντος χρόνου) [[μέχρι]], έως ότου, έως να<br /><b>2.</b> (σε υποθ. όταν στην [[απόδοση]] υπάρχει [[παρατατικός]] με <i>αν</i>) δηλώνει [[πράξη]] που δεν έχει γίνει («[[ἡδέως]] μὲν ἄν διελεγόμην... ἕως αὐτῷ ἀπέδωκα ρῆσιν», Κρατ.)<br /><b>3.</b> (με το <i>αν</i> ή το <i>κε</i> και υποτ.)<br />δηλώνει αβέβαιο [[γεγονός]] στο [[μέλλον]] («μαχήσομαι..., [[εἵως]] κε [[τέλος]] πολέμοιο κιχείω» — θα [[μάχομαι]] μέχρις ότου επιτύχω το [[τέλος]] του πολέμου, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (με ευκτ. και το <i>κε</i> ή <i>αν</i>) δηλώνει [[γεγονός]] που εξαρτάται από τις περιστάσεις («οὐκ ἀποκρίναιο, ἕως ἄν... σκέψαιο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> στον πλάγ. λόγο («ἔδωκεν... ἕως ἀνὴρ [[εἶναι]] δοκιμασθείην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> (με υποτ. και ευκτ.) για να, με σκοπό να («[[εἵως]] Πηνελόπειαν... παύσειε κλαυθμοῖο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (με το <i>αν</i> και υποτ.) όταν η [[ενέργεια]] αναφέρεται στο [[μέλλον]] («οὐδὲν ἔστ' αὐτῷ βεβαίως ἔχειν, ἕως ἄν ὑμεῖς δημοκρατῆσθε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> (με ευκτ.) δηλώνει [[επανάληψη]] («φήσομεν... μηδὲν ἄν μεῖζον [[μηδὲ]] ἔλαττον [[γενέσθαι]]... ἕως ἴσον εἴη αὐτὸ ἑαυτῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[προηγουμένως]], για αρκετό καιρό<br /><b>10.</b> [[συνεχώς]]<br />II. <b>πρόθ.</b><br /><b>1.</b> (με επίρρ. [[χρονικό]]) μέχρις ότου (α. «έως [[σήμερα]]» β. «ἕως [[ἄρτι]]»)<br /><b>2.</b> (με επίρρ. τοπικό) [[μέχρι]] (α. «έως [[εκεί]]» β. «έως [[κάτω]]»)<br /><b>3.</b> (με αιτ. για [[δήλωση]] τόπου ή χρόνου) («πήγαμε ώς την Ομόνοια»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ώς εδώ και μη [[παρέκει]]» — αρκεί, η [[υπομονή]] μου εξαντλήθηκε, δεν [[ανέχομαι]] [[άλλο]] [[πλέον]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με αριθμτ. ή γενικά για [[αρίθμηση]] και [[μέτρηση]]) [[περίπου]], [[σχεδόν]], [[πάνω]]-[[κάτω]] («τον ακολούθησαν έως [[πεντακόσιοι]] άνθρωποι»<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μέχρι]] και, [[ακόμη]] και («θέλει τοὺς κόψει ὅλους, ἕως τὰ βρέφη τὰ μικρά»)<br /><b>2.</b> επί («ἕτεροι [[δεκαέξι]] ἕως ὀκτὼ φορές... γίνονται ἑκατὸν [[εἰκοσιοκτώ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. δηλώνει χρόνο ή [[τόπο]] ή τον βαθμό, το [[ποσό]] μιας κατάστασης) [[μέχρι]] («πάντες οἱ προφῆται... ἕως Ἰωάννου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἕως θανάτου» — υπερβολικά («περίλυπός ἐστιν ἡ [[ψυχή]] μου ἕως θανάτου», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>yavat</i> «για τόσο [[χρονικό]] [[διάστημα]], τόσο [[μακριά]]» και ανάγεται σε <i>ἇFoς</i>, από το οποίο προήλθε ο αιολ. τ. <i>ἆος</i>, με αιολική [[ψίλωση]], ο επικ. τ. <i>ἧος</i> και ο [[ομηρικός]], ιων.-αττ. τ. <i>ἕως</i>, με [[αντιμεταχώρηση]] (πρβλ. <i>βασιλ</i>-<i>ῆο</i>-<i>ς</i> > <i>βασιλ</i>-<i>έω</i>-<i>ς</i>). Το <i>ει</i>- του ομηρικού τ. [[εἵως]], που απαντά προ συμφώνου εν αντιθέσει [[προς]] το <i>ἕως</i> που απαντά προ φωνήεντος, οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Ο τ. τόσο στην αρχ. ελλ. όσο και στη νέα ελλ. χρησιμοποιείται ως πρόθ.: π.χ. <i>έως [[αύριο]], <i>έως [[εκεί]], και στη νέα ελλ. εναλλάσσεται με το <i>ώς</i> ή το [[μέχρι]]. Η λ. <i>έως</i> εξάλλου χρησιμοποιείται στην αρχ. ως σύνδ. (π.χ. <i>ἕως ἔλθοι</i>), ενώ στη νέα ελλ. λειτουργεί ως σύνδ. μόνο εν συνδυασμώ με την αντων. <i>ότου</i>: π.χ. <i>Έως ότου έρθεις εγώ θα έχω τελειώσει</i> (πρβλ. [[αφότου]])].<br /><b>(II)</b><br />ἕως, ἡ, ιων. τ. ἠώς, δωρ. τ. ἀFὼς και ἀFώρ, αιολ. τ. [[αὔως]], βοιωτ. τ. ἄας (Α)<br /><b>1.</b> η ώρα [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, [[αυγή]], [[πρωί]], [[χαραυγή]], [[γλυκοχάραμα]], ξημερώματα<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> το [[σημείο]] του ορίζοντα από το οποίο αρχίζει η [[αυγή]], η [[ανατολή]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Ἕως</i> και <i>Ἠώς</i><br />η θεά της αυγής, η οποία, [[αφού]] εγκαταλείπει τον σύζυγό της Τιθωνό, αναδύεται από τον ωκεανό και προηγείται από τον ήλιο<br /><b>4.</b> οι χώρες της Ανατολής<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἅμα ἕῳ» ή «ἅμα τῇ ἕῳ» — με την [[αυγή]], τα χαράματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>ā</i><i>us</i><i>ō</i><i>s</i>- «ροδαυγή». Παράλληλοι τ. <i>ἠώς</i>, αιολ. [[αὔως]], δωρ. <i>ἀFώς</i>, <i>ἀFώρ</i>. Με [[μετατροπή]] του <i>s</i> του ΙΕ τ. σε [[δασεία]] (<i>auhws</i>) και [[μετάθεση]] της τελευταίας στην αρκτική [[θέση]] ( <i>hauws</i>) προκύπτει ο δασυνόμενος τ. <i>εως</i>, η [[παροξυτονία]] του οποίου ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] το επίρρ. [[ἕωθεν]], κανονικά προπαροξύτονο. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η δάσυνση ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] το [[ἑσπέρα]] και ως [[αρχικός]] ελλ. τ. υποτίθεται ο <i>ᾱFως</i>, που αντιστοιχεί πλήρως με τον λατ. <i>aur</i><i>ō</i><i>ra</i> και συνδέεται [[επίσης]] με τον αρχ. ινδ. <i>usas</i>- (που εμφανίζει συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας). Παράλληλο θ. με <i>r</i> [[αντί]] <i>s</i> εμφανίζεται στο αρχ. ελλ. <i>αύριον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aus</i>-<i>r</i>) και τα λιθ. <i>aušr</i>-<i>a</i> «ροδαυγή» και αρχ. ινδ. <i>usr</i>-<i>a</i>- «[[πρωινός]]». <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: <b>αρχ.</b> [[έωθεν]], [[έωλος]], [[ηοίος]], <i>ηώθι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: [[εωσφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εωσφορίτης]], [[εωψάλτρια]]]. | ||
}} | }} |