έως
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
(I)
και ώς (ΑΜ ἕως, Μ και ὡς, Α και εἵως και ἧος και ἇς και ἅως)
Ι. (σύνδ.) (σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία) μέχρι, μέχρις ότου (α. «θα περιμένω έως ότου έλθεις» β. «οὐκ ἐξέρχομαι ἕως ὅτου νὰ ἔλθῃς» γ. «ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «ώσπου να πεις κρεμμύδι ή κύμινο» — αμέσως, στη στιγμή
μσν.
(με το ώσπου πλεοναστικά) μέχρι («ἐφυλακίσαν -τους... ἕως ὥσπου τοὺς ἐλευθέρωσεν ὁ Θεός», Μαχ.)
μσν.-αρχ.
1. μέχρι που, τώρα που, μέχρις ότου
2. ενώ, όταν (α. «εἵως ἐν Τροίῃ πολεμίζομεν», Ομ. Οδ.
β. «ἕως ὁποὺ ἦτον σκλάβος», Ασσίζ.)
αρχ.
1. (με ορστ. για δήλωση γεγονότος του παρελθόντος χρόνου) μέχρι, έως ότου, έως να
2. (σε υποθ. όταν στην απόδοση υπάρχει παρατατικός με αν) δηλώνει πράξη που δεν έχει γίνει («ἡδέως μὲν ἄν διελεγόμην... ἕως αὐτῷ ἀπέδωκα ρῆσιν», Κρατ.)
3. (με το αν ή το κε και υποτ.)
δηλώνει αβέβαιο γεγονός στο μέλλον («μαχήσομαι..., εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω» — θα μάχομαι μέχρις ότου επιτύχω το τέλος του πολέμου, Ομ. Ιλ.)
4. (με ευκτ. και το κε ή αν) δηλώνει γεγονός που εξαρτάται από τις περιστάσεις («οὐκ ἀποκρίναιο, ἕως ἄν... σκέψαιο», Πλάτ.)
5. στον πλάγ. λόγο («ἔδωκεν... ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην», Δημοσθ.)
6. (με υποτ. και ευκτ.) για να, με σκοπό να («εἵως Πηνελόπειαν... παύσειε κλαυθμοῖο», Ομ. Οδ.)
7. (με το αν και υποτ.) όταν η ενέργεια αναφέρεται στο μέλλον («οὐδὲν ἔστ' αὐτῷ βεβαίως ἔχειν, ἕως ἄν ὑμεῖς δημοκρατῆσθε», Δημοσθ.)
8. (με ευκτ.) δηλώνει επανάληψη («φήσομεν... μηδὲν ἄν μεῖζον μηδὲ ἔλαττον γενέσθαι... ἕως ἴσον εἴη αὐτὸ ἑαυτῷ», Πλάτ.)
9. προηγουμένως, για αρκετό καιρό
10. συνεχώς
II. πρόθ.
1. (με επίρρ. χρονικό) μέχρις ότου (α. «έως σήμερα» β. «ἕως ἄρτι»)
2. (με επίρρ. τοπικό) μέχρι (α. «έως εκεί» β. «έως κάτω»)
3. (με αιτ. για δήλωση τόπου ή χρόνου) («πήγαμε ώς την Ομόνοια»)
νεοελλ.
φρ. «ώς εδώ και μη παρέκει» — αρκεί, η υπομονή μου εξαντλήθηκε, δεν ανέχομαι άλλο πλέον
νεοελλ.-μσν.
(με αριθμτ. ή γενικά για αρίθμηση και μέτρηση) περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω («τον ακολούθησαν έως πεντακόσιοι άνθρωποι»
μσν.
1. μέχρι και, ακόμη και («θέλει τοὺς κόψει ὅλους, ἕως τὰ βρέφη τὰ μικρά»)
2. επί («ἕτεροι δεκαέξι ἕως ὀκτὼ φορές... γίνονται ἑκατὸν εἰκοσιοκτώ»)
αρχ.
1. (με γεν. δηλώνει χρόνο ή τόπο ή τον βαθμό, το ποσό μιας κατάστασης) μέχρι («πάντες οἱ προφῆται... ἕως Ἰωάννου»)
2. φρ. «ἕως θανάτου» — υπερβολικά («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. yavat «για τόσο χρονικό διάστημα, τόσο μακριά» και ανάγεται σε ἇFoς, από το οποίο προήλθε ο αιολ. τ. ἆος, με αιολική ψίλωση, ο επικ. τ. ἧος και ο ομηρικός, ιων.-αττ. τ. ἕως, με αντιμεταχώρηση (πρβλ. βασιλ-ῆο-ς > βασιλ-έω-ς). Το ει- του ομηρικού τ. εἵως, που απαντά προ συμφώνου εν αντιθέσει προς το ἕως που απαντά προ φωνήεντος, οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Ο τ. τόσο στην αρχ. ελλ. όσο και στη νέα ελλ. χρησιμοποιείται ως πρόθ.: π.χ. έως αύριο, έως εκεί, και στη νέα ελλ. εναλλάσσεται με το ώς ή το μέχρι. Η λ. έως εξάλλου χρησιμοποιείται στην αρχ. ως σύνδ. (π.χ. ἕως ἔλθοι), ενώ στη νέα ελλ. λειτουργεί ως σύνδ. μόνο εν συνδυασμώ με την αντων. ότου: π.χ. Έως ότου έρθεις εγώ θα έχω τελειώσει (πρβλ. αφότου)].
(II)
ἕως, ἡ, ιων. τ. ἠώς, δωρ. τ. ἀFὼς και ἀFώρ, αιολ. τ. αὔως, βοιωτ. τ. ἄας (Α)
1. η ώρα πριν από την ανατολή του ηλίου, αυγή, πρωί, χαραυγή, γλυκοχάραμα, ξημερώματα
2. γεν. ημέρα
3. το σημείο του ορίζοντα από το οποίο αρχίζει η αυγή, η ανατολή
3. ως κύριο όν. ἡ Ἕως και Ἠώς
η θεά της αυγής, η οποία, αφού εγκαταλείπει τον σύζυγό της Τιθωνό, αναδύεται από τον ωκεανό και προηγείται από τον ήλιο
4. οι χώρες της Ανατολής
5. φρ. «ἅμα ἕῳ» ή «ἅμα τῇ ἕῳ» — με την αυγή, τα χαράματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται στον ΙΕ τ. āusōs- «ροδαυγή». Παράλληλοι τ. ἠώς, αιολ. αὔως, δωρ. ἀFώς, ἀFώρ. Με μετατροπή του s του ΙΕ τ. σε δασεία (auhws) και μετάθεση της τελευταίας στην αρκτική θέση ( hauws) προκύπτει ο δασυνόμενος τ. εως, η παροξυτονία του οποίου ερμηνεύεται αναλογικά προς το επίρρ. ἕωθεν, κανονικά προπαροξύτονο. Κατ' άλλη άποψη, η δάσυνση ερμηνεύεται αναλογικά προς το ἑσπέρα και ως αρχικός ελλ. τ. υποτίθεται ο ᾱFως, που αντιστοιχεί πλήρως με τον λατ. aurōra και συνδέεται επίσης με τον αρχ. ινδ. usas- (που εμφανίζει συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας). Παράλληλο θ. με r αντί s εμφανίζεται στο αρχ. ελλ. αύριον (< aus-r) και τα λιθ. aušr-a «ροδαυγή» και αρχ. ινδ. usr-a- «πρωινός». ΠΑΡ.: αρχ. έωθεν, έωλος, ηοίος, ηώθι.
ΣΥΝΘ.: εωσφόρος
νεοελλ.
εωσφορίτης, εωψάλτρια].