Anonymous

κατερύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατερύω]], ιων. τ. [[κατειρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με πλοία) [[σύρω]] από την [[ξηρά]] στη [[θάλασσα]], [[καθέλκω]] («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμέγω]] («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[τόξο]]) [[τραβώ]], [[τεντώνω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατερύομαι</i><br />(σχετικά με [[πανί]] πλοίου) [[ανοίγω]], [[ξεδιπλώνω]] («κάδ. δ' ἄρα λαῑφος ἐρυσσάμενοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[έλκω]]»].
|mltxt=[[κατερύω]], ιων. τ. [[κατειρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με πλοία) [[σύρω]] από την [[ξηρά]] στη [[θάλασσα]], [[καθέλκω]] («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμέγω]] («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[τόξο]]) [[τραβώ]], [[τεντώνω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατερύομαι</i><br />(σχετικά με [[πανί]] πλοίου) [[ανοίγω]], [[ξεδιπλώνω]] («κάδ. δ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[έλκω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm