3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πάνω]] και [[απάνω]] και πάνου και (ε)πά (AM [[ἐπάνω]], Μ και [[πάνω]] και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά)<br />(επίρρ. [[συχνά]] και ως πρόθ.)<br /><b>1.</b> [[ψηλά]], στο [[πάνω]] [[μέρος]] ή στην [[πάνω]] [[επιφάνεια]] («[[ἐπάνω]] κατακεισόμεθ' ἡμεῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψηλή ή ψηλότερη [[θέση]] (α. «η [[επάνω]] [[γειτονιά]]» β. «ο [[πάνω]] [[κόσμος]]» — η επίγεια ζωή)<br /><b>3.</b> σε ψηλότερο [[σημείο]] («[[πάνω]] από μένα μένει μια [[γριά]]»)<br /><b>4.</b> στην [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου («[[ἐπάνω]] αὐτῆς [τῆς γῆς] οἰκεῖν», <b>Πλάτ.</b><br />«το [[βιβλίο]] [[είναι]] [[πάνω]] στο [[τραπέζι]]»<br /><b>5.</b> (για αριθμό) περισσότερο («ήμαστε [[πάνω]] από [[χίλια]] άτομα στη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δηλώνει [[διεύθυνση]] σε ανώτερο, ψηλότερο [[στρώμα]] («τραβήξαμε για [[πάνω]]»)<br /><b>2.</b> (με την πρόθ. <i>από</i>) α) δηλώνει [[κίνηση]] από ψηλότερο [[τόπο]] («κατεβαίνει από [[πάνω]] για την [[πόλη]]»)<br />β) σε σπουδαιότερη [[θέση]] («[[πάνω]] από τον εαυτό του δεν βάζει κανέναν»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πάνω]] [[πάνω]]» — στο [[πάνω]] [[μέρος]] και μτφ. στην [[επιφάνεια]], [[ελαφρά]]<br />β) «τά [[είπα]] [[πάνω]] [[πάνω]]» — όχι [[σαφώς]] [[αλλά]] με υπονοούμενα, ακροθιγώς<br />γ) «το [[παίρνω]] [[πάνω]] μου» — [[υπερεκτιμώ]] τον εαυτό μου<br />δ) «[[παίρνω]] [[πάνω]] μου την [[υπόθεση]], την [[ευθύνη]]» — [[αναλαμβάνω]]<br />ε) «έριξε [[πάνω]] μου τα λάθη» — μέ παρουσίασε υπεύθυνο<br />στ) «έκανε το [[σπίτι]], το [[συμβόλαιο]] [[πάνω]] στη [[γυναίκα]] του» — στ' όνομα της<br />ζ) «τά 'κάνε [[πάνω]] του»<br />i. αποπάτησε στα ρούχα του<br />ii. <b>μτφ.</b> τρομοκρατήθηκε<br />η) «το [[μαγαζί]] πήρε [[πάνω]] του» — παρουσίασε [[βελτίωση]], καλυτέρεψε<br />θ) «[[πάνω]] [[κάτω]]» — [[περίπου]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[εναντίον]] («έπεσε [[επάνω]] μου με [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατά]] τη [[διάρκεια]], τη [[στιγμή]] που («ήρθε [[πάνω]] που τρώγαμε»)<br /><b>3.</b> (για [[προσθήκη]] ή [[εξαίρεση]]) α) επί [[πλέον]] («έβαλε περισσότερα [[επάνω]] εις το [[χαράτσι]]»)<br />β) περισσότερο από («[[πάνω]] από [[είκοσι]] [[χρόνια]] έκανε [[φυλακή]]»)<br /><b>4.</b> (ως β' όρος συγκρίσεως) περισσότερο<br /><b>5.</b> [[εκτός]]<br /><b>6.</b> <b>(αναφ.)</b> [[πάνω]] σε [[κάτι]], σχετικά με [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (για λόγο) πιο [[πάνω]], [[προηγουμένως]]<br /><b>8.</b> [[απέναντι]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («τρεῖς ἄνδρες εἰστήκεσαν [[ἐπάνω]] αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με το <i>μου</i>, <i>σου</i> <b>κ.λπ.</b>) σε [[χρήση]] [[αντί]] για την απλή προσωπική [[αντωνυμία]] («ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ὁβραιῶν ἐσυναντιάστην ἀπάνου μας», Πεντάτευχος)<br /><b>2.</b> <b>(χαριστ.)</b> για [[χάρη]] κάποιου, στο όνομα κάποιου («ποιῆσαι διαθήκην [[ἐπάνω]] τοὺς | |mltxt=και [[πάνω]] και [[απάνω]] και πάνου και (ε)πά (AM [[ἐπάνω]], Μ και [[πάνω]] και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά)<br />(επίρρ. [[συχνά]] και ως πρόθ.)<br /><b>1.</b> [[ψηλά]], στο [[πάνω]] [[μέρος]] ή στην [[πάνω]] [[επιφάνεια]] («[[ἐπάνω]] κατακεισόμεθ' ἡμεῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψηλή ή ψηλότερη [[θέση]] (α. «η [[επάνω]] [[γειτονιά]]» β. «ο [[πάνω]] [[κόσμος]]» — η επίγεια ζωή)<br /><b>3.</b> σε ψηλότερο [[σημείο]] («[[πάνω]] από μένα μένει μια [[γριά]]»)<br /><b>4.</b> στην [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου («[[ἐπάνω]] αὐτῆς [τῆς γῆς] οἰκεῖν», <b>Πλάτ.</b><br />«το [[βιβλίο]] [[είναι]] [[πάνω]] στο [[τραπέζι]]»<br /><b>5.</b> (για αριθμό) περισσότερο («ήμαστε [[πάνω]] από [[χίλια]] άτομα στη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δηλώνει [[διεύθυνση]] σε ανώτερο, ψηλότερο [[στρώμα]] («τραβήξαμε για [[πάνω]]»)<br /><b>2.</b> (με την πρόθ. <i>από</i>) α) δηλώνει [[κίνηση]] από ψηλότερο [[τόπο]] («κατεβαίνει από [[πάνω]] για την [[πόλη]]»)<br />β) σε σπουδαιότερη [[θέση]] («[[πάνω]] από τον εαυτό του δεν βάζει κανέναν»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πάνω]] [[πάνω]]» — στο [[πάνω]] [[μέρος]] και μτφ. στην [[επιφάνεια]], [[ελαφρά]]<br />β) «τά [[είπα]] [[πάνω]] [[πάνω]]» — όχι [[σαφώς]] [[αλλά]] με υπονοούμενα, ακροθιγώς<br />γ) «το [[παίρνω]] [[πάνω]] μου» — [[υπερεκτιμώ]] τον εαυτό μου<br />δ) «[[παίρνω]] [[πάνω]] μου την [[υπόθεση]], την [[ευθύνη]]» — [[αναλαμβάνω]]<br />ε) «έριξε [[πάνω]] μου τα λάθη» — μέ παρουσίασε υπεύθυνο<br />στ) «έκανε το [[σπίτι]], το [[συμβόλαιο]] [[πάνω]] στη [[γυναίκα]] του» — στ' όνομα της<br />ζ) «τά 'κάνε [[πάνω]] του»<br />i. αποπάτησε στα ρούχα του<br />ii. <b>μτφ.</b> τρομοκρατήθηκε<br />η) «το [[μαγαζί]] πήρε [[πάνω]] του» — παρουσίασε [[βελτίωση]], καλυτέρεψε<br />θ) «[[πάνω]] [[κάτω]]» — [[περίπου]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[εναντίον]] («έπεσε [[επάνω]] μου με [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατά]] τη [[διάρκεια]], τη [[στιγμή]] που («ήρθε [[πάνω]] που τρώγαμε»)<br /><b>3.</b> (για [[προσθήκη]] ή [[εξαίρεση]]) α) επί [[πλέον]] («έβαλε περισσότερα [[επάνω]] εις το [[χαράτσι]]»)<br />β) περισσότερο από («[[πάνω]] από [[είκοσι]] [[χρόνια]] έκανε [[φυλακή]]»)<br /><b>4.</b> (ως β' όρος συγκρίσεως) περισσότερο<br /><b>5.</b> [[εκτός]]<br /><b>6.</b> <b>(αναφ.)</b> [[πάνω]] σε [[κάτι]], σχετικά με [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (για λόγο) πιο [[πάνω]], [[προηγουμένως]]<br /><b>8.</b> [[απέναντι]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («τρεῖς ἄνδρες εἰστήκεσαν [[ἐπάνω]] αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με το <i>μου</i>, <i>σου</i> <b>κ.λπ.</b>) σε [[χρήση]] [[αντί]] για την απλή προσωπική [[αντωνυμία]] («ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ὁβραιῶν ἐσυναντιάστην ἀπάνου μας», Πεντάτευχος)<br /><b>2.</b> <b>(χαριστ.)</b> για [[χάρη]] κάποιου, στο όνομα κάποιου («ποιῆσαι διαθήκην [[ἐπάνω]] τοὺς παῖδας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[ἐπάνω]] τῶν χειροτονιῶν» — ο επί τών χειροτονιών<br /><b>4.</b> [[μεταξύ]], στο [[μέσον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[επάνω]] είς εκατόν» — [[εκατό]] τοις [[εκατό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με γεν.) <b>φρ.</b> «[[ἐπάνω]] τινός» — [[επιμελητής]], [[έφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανωτέρω<br /><b>2.</b> σε υψηλότερη [[θέση]], [[υπεράνω]], ανεπηρέαστα («[[ἐπάνω]] γεγονότες κακίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (χρον. ως επίθ.) ο [[προγενέστερος]], ο προηγούμενος («ἡ Ὀλυμπιὰς ἐν τοῖς [[ἐπάνω]] χρόνοις ἐτύγχανεν... πεφευγυῖα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[συγγένεια]]) [[προγενέστερος]], αρχαιότερος («πατέρες καὶ τούτων [[ἐπάνω]]» — οι πατέρες μας και οι προγενέστεροι πρόγονοι, <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άνω</i>. Εμφανίζεται [[επίσης]] με τις μορφές [[απάνω]] ([[αφομοίωση]] του αρχικού φωνήεντος <i>ε</i> [[προς]] το ακολουθούν <i>α</i>) και [[πάνω]] (σίγηση του άτονου αρχικού φωνήεντος). Από τους [[τρεις]] ανωτέρω τ. προήλθαν με [[συγκοπή]] της άτονης τελευταίας συλλαβής οι τ. <i>επά</i>, <i>απά</i> και <i>πα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>απάνωθε</i>(<i>ν</i>), <i>επάνωθε</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απάνωθι</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>απανώδιον</i> <b>νεοελλ.</b> <i>απανωθιός</i>, <i>απανωθιά</i>, [[απανωτός]], <i>απανωτάρι</i><br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> α' συνθετικό <b>νεοελλ.</b> <i>απανωβάζω</i>, [[απανωγόμι]], [[απανωγράφω]], <i>απανωδιαστός</i>, <i>απανώδρομος</i>, <i>απανωκούμουλος</i>, <i>απανωκρινιάζω</i>, <i>απανωκυνηγιάρης</i>, [[απανωλαδιά]], <i>απανωμαχαλίτης</i>, <i>απανωμέρη</i>, <i>απανωμπούλωμα</i>, <i>απανωπίθι</i>, [[απανωπροίκι]], <i>απανωσαμάρα</i>, <i>απανωσάγονο</i>, <i>απανωστοιβάζω</i>, <i>απανωφάγι</i>, <i>απανωφόρι</i>, <i>απανωχώρι</i>, [[επανωβελονιά]], [[επανώγραμμα]], [[επανώδεμα]], <i>επανωκαλύμμαυκο</i>, [[επανωπροίκι]], [[επανωρραφή]], [[επανωσάγονο]], <i>επανωφόρι</i>(<i>ον</i>), [[πανώγραμμα]], [[πανωπροίκι]], [[πανωτοίχι]], [[πανωφόρι]], [[πανωσέντονο]]]. | ||
}} | }} |