Anonymous

ιέραξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱέραξ]], -ακος, Α ιων. και επικ. τ. [[ἴρηξ]], δωρ. τ. [[ἱάραξ]])<br />το [[πτηνό]] [[γεράκι]] («[[ἴρηξ]] [[ὠκύπτερος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αξιώματος τών μυημένων στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] [[υστερογενής]]. Ο ομηρ. τ. [[είναι]] [[ἴρηξ]] και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με <i>F</i>-, η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βείρακες]]<br /><i>ἱέρακες</i> οδηγεί σε αρχικό τ. <i>Fῑράξ</i> με <i>F</i> και [[επίθημα]] -<i>ᾱκ</i>-, το οποίο [[είναι]] συχνό σε ονομασίες ζώων ([[πρβλ]]. [[βάρβαξ]]). Υπέθεσαν [[επίσης]] ότι ο [[πρωταρχικός]] τ. ήταν <i>Fῑρος</i> και συνδεόταν με το (<i>F</i>)[[ίεμαι]] «[[ορμώ]]» (άρα <i>Fῑρος</i> = [[ορμητικός]]). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] πιθανή η παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ἱερός]]. Η λ., [[εκτός]] από το γνωστό [[πτηνό]], δήλωνε αργότερα και ένα [[είδος]] ψαριού. Από το [[ἱέραξ]] προήλθε, μέσω του υποκορ. [[ἱεράκιον]], το νεοελλ. [[γεράκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιερακάριος]], [[ιεράκιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακείον]], [[ιεράκειος]], [[ιερακία]], [[ιερακιάς]], [[ιερακίδιον]], [[ιερακίζω]], [[ιερακίσκος]], [[ιερακίτης]], [[ιερακώδης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ιερακιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιερακοειδής]], [[ιερακοτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακοβοσκός]], [[ιερακοκτόνος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιερακοπόδιον]], [[ιερακοπρόσωπος]], [[ιερακοτάφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ιερακοκόμματος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιερακοκέφαλος]], <i>ιερακοσόφιο</i>(<i>ν</i>)].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱέραξ]], -ακος, Α ιων. και επικ. τ. [[ἴρηξ]], δωρ. τ. [[ἱάραξ]])<br />το [[πτηνό]] [[γεράκι]] («[[ἴρηξ]] [[ὠκύπτερος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αξιώματος τών μυημένων στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] [[υστερογενής]]. Ο ομηρ. τ. [[είναι]] [[ἴρηξ]] και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με <i>F</i>-, η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βείρακες]]<br /><i>ἱέρακες</i> οδηγεί σε αρχικό τ. <i>Fῑράξ</i> με <i>F</i> και [[επίθημα]] -<i>ᾱκ</i>-, το οποίο [[είναι]] συχνό σε ονομασίες ζώων ([[πρβλ]]. [[βάρβαξ]]). Υπέθεσαν [[επίσης]] ότι ο [[πρωταρχικός]] τ. ήταν <i>Fῑρος</i> και συνδεόταν με το (<i>F</i>)[[ίεμαι]] «[[ορμώ]]» (άρα <i>Fῖρος</i> = [[ορμητικός]]). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] πιθανή η παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ἱερός]]. Η λ., [[εκτός]] από το γνωστό [[πτηνό]], δήλωνε αργότερα και ένα [[είδος]] ψαριού. Από το [[ἱέραξ]] προήλθε, μέσω του υποκορ. [[ἱεράκιον]], το νεοελλ. [[γεράκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιερακάριος]], [[ιεράκιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακείον]], [[ιεράκειος]], [[ιερακία]], [[ιερακιάς]], [[ιερακίδιον]], [[ιερακίζω]], [[ιερακίσκος]], [[ιερακίτης]], [[ιερακώδης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ιερακιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιερακοειδής]], [[ιερακοτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακοβοσκός]], [[ιερακοκτόνος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιερακοπόδιον]], [[ιερακοπρόσωπος]], [[ιερακοτάφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ιερακοκόμματος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιερακοκέφαλος]], <i>ιερακοσόφιο</i>(<i>ν</i>)].
}}
}}