Anonymous

κωμάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμάζω]], δωρ. τ. [[κωμάσδω]] (Α) [[κώμος]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]] στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με [[συνοδεία]] οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῦ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] σε πανηγυρική [[πομπή]], [[προς]] τιμήν του Βάκχου ἡ [[προς]] τιμήν ἡρωα ἡ νικητή («κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε... εἰς Αἴτναν», <b>Πίνδ.</b> β. «πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον τραγουδώντας και χορεύοντας [[προς]] τιμήν του («ὡς ἡ [[Ἀφροδίτη]] κωμάζοι παρὰ τὸν Διόνυσον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξυμνώ]] κάποιον («τον, ὦ πολῑται, κωμάξατε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τραγουδώ]] στην πόρτα αγαπημένης («ἐπὶ γαμετὰς γυναῑκας οὐδεὶς ἄν κωμάζειν τολμήσειεν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[ενσκήπτω]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], [[πέφτω]] σε κάποιον («ἄτη εἰς πόλιν ἐκώμασεν», Τρύφ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] αισχρούς στίχους<br /><b>8.</b> φέρομαι χυδαία<br /><b>9.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ὗς ἐκώμασεν» — φέρθηκε σαν [[ταύρος]] σε [[υαλοπωλείο]], τά έκανε γυαλιά-καρφιά<br />β) «εἰς μελίττας ἐκώμασας» — έβαλες μπελάδες στο [[κεφάλι]] σου.
|mltxt=[[κωμάζω]], δωρ. τ. [[κωμάσδω]] (Α) [[κώμος]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]] στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με [[συνοδεία]] οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῦ», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] σε πανηγυρική [[πομπή]], [[προς]] τιμήν του Βάκχου ἡ [[προς]] τιμήν ἡρωα ἡ νικητή («κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε... εἰς Αἴτναν», <b>Πίνδ.</b> β. «πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον τραγουδώντας και χορεύοντας [[προς]] τιμήν του («ὡς ἡ [[Ἀφροδίτη]] κωμάζοι παρὰ τὸν Διόνυσον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξυμνώ]] κάποιον («τον, ὦ πολῑται, κωμάξατε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τραγουδώ]] στην πόρτα αγαπημένης («ἐπὶ γαμετὰς γυναῖκας οὐδεὶς ἄν κωμάζειν τολμήσειεν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[ενσκήπτω]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]], [[πέφτω]] σε κάποιον («ἄτη εἰς πόλιν ἐκώμασεν», Τρύφ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] αισχρούς στίχους<br /><b>8.</b> φέρομαι χυδαία<br /><b>9.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ὗς ἐκώμασεν» — φέρθηκε σαν [[ταύρος]] σε [[υαλοπωλείο]], τά έκανε γυαλιά-καρφιά<br />β) «εἰς μελίττας ἐκώμασας» — έβαλες μπελάδες στο [[κεφάλι]] σου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm