Anonymous

καθαρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και [[καθαρά]] (AM [[καθαρός]], -ά, -όν, Α δωρ. τ. [[κοθαρός]], αιολ. τ. κόθαρός)<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, [[παστρικός]] (α. «[[καθαρά]] ρούχα» β. «[[καθαρά]] χροΐ εἴματ' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[ανόθευτος]] (α. «καθαρό [[χρυσάφι]]» β. «σῑτος [[καθαρός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαυγής]], [[διαφανής]], όχι [[θολός]] (α. «καθαρό [[γυαλί]]» β. «ῥέει τε καθαρὸς παρὰ θολεροῖσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]] (α. «καθαρὸς ουρανὸς» β. «φάει... καθαρῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[ευδιάκριτος]] (α. «καθαρό [[γράψιμο]]» — ευανάγνωστο [[γράψιμο]]<br />β. «καθαραὶ φωναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[ειλικρινής]], [[έντιμος]] (α. «καθαρή [[καρδιά]]» β. «τοὺς μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) απαλλαγμένος από [[ενοχή]], [[αθώος]] («[[ἱκέτης]] προσῆλθες καθαρὸς [[ἀβλαβής]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Καθαροί</i><br />[[ονομασία]] οπαδών δύο αιρέσεων του 3ου και του 10ου αιώνα<br /><b>9.</b> [[ακριβής]], [[σωστός]] (ἂν καθαροὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> «καθαρό <i>α</i>» — το <i>α</i> που βρίσκεται στο [[τέλος]] της λέξης και [[πριν]] από αυτό υπάρχει [[άλλο]] [[φωνήεν]] ή <i>ρ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους ή ζώα) αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] (α. «[[καθαρός]] [[μάγειρας]]» β. «η [[γάτα]] [[είναι]] καθαρό ζώο»)<br /><b>2.</b> [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]], όχι διφορούμενος (α. «καθαρή [[αλήθεια]]» β. «καθαρές κουβέντες»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθαρό</i><br />καθαρογραμμένο [[αντίγραφο]] πρόχειρου πρωτοτύπου ή καθαρογραμμένο πρωτότυπο («[[γράφω]] στο καθαρό» — [[καθαρογράφω]])<br /><b>4.</b> (για αέρα) ο μη μολυσμένος, [[υγιεινός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [[καθαρά]] τα χέρια μου» — δεν έχω κάνει [[κάτι]] [[κακό]] ή δεν έχω [[ευθύνη]] για κάποια κακή [[πράξη]]<br />β) «έχω καθαρό το [[μέτωπο]]» — δεν έχω λόγο να [[ντρέπομαι]], δεν μέ βαρύνει [[καμιά]] άτιμη [[πράξη]]<br />γ) «[[καθαρός]] [[λογαριασμός]]» — [[λογαριασμός]] τακτοποιημένος λογιστικά<br />δ) «καθαρό [[κέρδος]]» — το [[κέρδος]] που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] τών εξόδων<br />ε) «καθαρό [[βάρος]]» — το πραγματικό [[βάρος]] εμπορεύματος που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] του απόβαρου<br />στ) «καθαρό [[αίμα]]» — [[αίμα]] το οποίο δεν έχει αναμιχθεί με [[αίμα]] κατώτερου γένους με [[διασταύρωση]]<br />ζ) «τήν έβγαλε καθαρή» — δεν υπέστη τις συνέπειες, γλύτωσε<br />η) «Καθαρή Εβδομάδα» — η πρώτη [[εβδομάδα]] της Σαρακοστής («Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[καθαρός]] [[ουρανός]] αστραπές δεν φοβάται» — ο [[ηθικός]] και [[τίμιος]] [[άνθρωπος]] δεν φοβάται τις συκοφαντίες<br />β) «[[καρδία]] [[καθαρά]] και πάτα και στην Άγια Τράπεζα» — γι' αυτούς που στο όνομα της θρησκείας κάνουν τα μεγαλύτερα αίσχη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[φυτοφάγος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθαρόν</i><br />η [[καθαρότητα]], η [[αγνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[ανοιχτός]], [[ελεύθερος]] (α. «ἐν καθαρῶ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χώρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «oἰκεῖν ἐν τῷ καθαρῷ» — να κατοικεί [[κανείς]] στο ύπαιθρο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[κάθε]] [[υποχρέωση]], απαλλαγμένος από οφειλές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενή [[καταγωγή]] («[[σπέρμα]] θεοῦ καθαρόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]], [[ακμαίος]] («καθαρὸς [[στρατός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρώς</i> και [[καθαρά]] (AM καθαρώς)<br /><b>1.</b> με [[καθαρότητα]], [[χωρίς]] [[βρομιά]]<br /><b>2.</b> αμιγώς, [[χωρίς]] προσμίξεις (α. «ο [[καθαρά]] [[ελληνικός]] [[πληθυσμός]]» β. «ἔστωσαν δὲ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ευκρινώς, με [[σαφήνεια]] (α. «μίλα [[καθαρά]]» β. «[[μηδὲ]] τὴν λέξιν ἐπαινεῖν ὡς ἀκριβῶς καὶ καθαρῶς ἔχουσαν», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> εμφανώς (α. «φάνηκε [[καθαρά]] η [[κακία]] του» β. «καὶ γὰρ ἃ συνέκρυπτον αὐτοὶ πρότερον, ἐκ μέσου γενομένων ἀναφαίνεται καθαρῶς», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> αποκλειστικά, εντελώς (α. «αυτό το είπε [[καθαρά]] για μένα» β. «καθαρῶς ἐς ἐφήβους τελεῖν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> τίμια, δίκαια («ἡ δὲ καθαρῶς τε καὶμετρίως τὸν βίον διεξελθοῦσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[καθαρά]] και [[ξάστερα]]» — απερίφραστα, με [[παρρησία]], ντόμπρα<br /><b>2.</b> «δεν βλέπει [[καθαρά]]» <br />α) δεν βλέπει καλά, δεν διακρίνει καλά<br />β) δεν αντιλαμβάνεται το [[βάθος]] τών περιστάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η μορφολογική [[διαφορά]] τών τ. [[καθαρός]], [[κοθαρός]] [[είναι]] ανερμήνευτη. Ανάγονται πιθ. σε αρχ. ουδ. <i>κάθαρ</i> ή <i>κόθαρ</i>. Έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις ετυμολογήσεως της λ., που δεν [[είναι]] όμως γενικότερης αποδοχής. Ο τ. εμφανίζεται στην [[Ιλιάδα]] στη φρ. <i>ἐν καθαρῷ</i> «σε ακάλυπτο [[μέρος]]» και στην [[Οδύσσεια]] ως επίθ. της λ. <i>εἵματα</i> και στη φρ. <i>μὴ καθαρῷ θανάτῳ</i> για χαρακτηρισμό απαγχονισμού δούλων. Μετά τον <b>Ομ.</b>, η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[καθάριος]]» για [[νερό]] και «καθαρισμένος» για σπόρο. Η λ. εμφανίζεται [[επίσης]] με θρησκευτική ή [[ηθική]] σημ., ως [[προς]] την οποία αντιδιαστέλλεται [[προς]] το [[μιαρός]] και διαφοροποιείται από το [[αγνός]]. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[καθαρός]] χρησιμοποιείται τόσο με την κυριολεκτική σημ. «ο απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], ο μη [[βρόμικος]]» όσο και με τη μεταφορική «[[αγνός]], [[έντιμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καθαίρω]], [[καθαρεύω]], [[καθαρίζω]], [[καθάριος]], [[καθαριότητα]](-<i>της</i>), [[καθαρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαριώ]], [[καθάρυλλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καθαροπώλης]], [[καθαρουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροάδολος]], <i>καθαρογλυκοπίπερος</i>, [[καθαροδίαιτος]], [[καθαροκόσκινον]], [[καθαροποιός]], [[καθαροπότιον]], [[καθαρότευκτος]], [[καθαροχειρία]], [[καθαρόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρόαιμος]], [[καθαρογλώσσημα]], [[καθαρόγλωσσος]], [[καθαρογράφος]], [[καθαρολόγος]]. (Β ' συνθετικό) [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλοκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εφτακάθαρος]], [[κατακάθαρος]], [[ξεκάθαρος]], [[πεντακάθαρος]]].
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και [[καθαρά]] (AM [[καθαρός]], -ά, -όν, Α δωρ. τ. [[κοθαρός]], αιολ. τ. κόθαρός)<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, [[παστρικός]] (α. «[[καθαρά]] ρούχα» β. «[[καθαρά]] χροΐ εἴματ' ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[ανόθευτος]] (α. «καθαρό [[χρυσάφι]]» β. «σῖτος [[καθαρός]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαυγής]], [[διαφανής]], όχι [[θολός]] (α. «καθαρό [[γυαλί]]» β. «ῥέει τε καθαρὸς παρὰ θολεροῖσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]] (α. «καθαρὸς ουρανὸς» β. «φάει... καθαρῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[ευδιάκριτος]] (α. «καθαρό [[γράψιμο]]» — ευανάγνωστο [[γράψιμο]]<br />β. «καθαραὶ φωναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[ειλικρινής]], [[έντιμος]] (α. «καθαρή [[καρδιά]]» β. «τοὺς μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) απαλλαγμένος από [[ενοχή]], [[αθώος]] («[[ἱκέτης]] προσῆλθες καθαρὸς [[ἀβλαβής]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Καθαροί</i><br />[[ονομασία]] οπαδών δύο αιρέσεων του 3ου και του 10ου αιώνα<br /><b>9.</b> [[ακριβής]], [[σωστός]] (ἂν καθαροὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> «καθαρό <i>α</i>» — το <i>α</i> που βρίσκεται στο [[τέλος]] της λέξης και [[πριν]] από αυτό υπάρχει [[άλλο]] [[φωνήεν]] ή <i>ρ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους ή ζώα) αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] (α. «[[καθαρός]] [[μάγειρας]]» β. «η [[γάτα]] [[είναι]] καθαρό ζώο»)<br /><b>2.</b> [[σαφής]], [[ξεκάθαρος]], όχι διφορούμενος (α. «καθαρή [[αλήθεια]]» β. «καθαρές κουβέντες»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθαρό</i><br />καθαρογραμμένο [[αντίγραφο]] πρόχειρου πρωτοτύπου ή καθαρογραμμένο πρωτότυπο («[[γράφω]] στο καθαρό» — [[καθαρογράφω]])<br /><b>4.</b> (για αέρα) ο μη μολυσμένος, [[υγιεινός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω [[καθαρά]] τα χέρια μου» — δεν έχω κάνει [[κάτι]] [[κακό]] ή δεν έχω [[ευθύνη]] για κάποια κακή [[πράξη]]<br />β) «έχω καθαρό το [[μέτωπο]]» — δεν έχω λόγο να [[ντρέπομαι]], δεν μέ βαρύνει [[καμιά]] άτιμη [[πράξη]]<br />γ) «[[καθαρός]] [[λογαριασμός]]» — [[λογαριασμός]] τακτοποιημένος λογιστικά<br />δ) «καθαρό [[κέρδος]]» — το [[κέρδος]] που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] τών εξόδων<br />ε) «καθαρό [[βάρος]]» — το πραγματικό [[βάρος]] εμπορεύματος που απομένει [[μετά]] την [[αφαίρεση]] του απόβαρου<br />στ) «καθαρό [[αίμα]]» — [[αίμα]] το οποίο δεν έχει αναμιχθεί με [[αίμα]] κατώτερου γένους με [[διασταύρωση]]<br />ζ) «τήν έβγαλε καθαρή» — δεν υπέστη τις συνέπειες, γλύτωσε<br />η) «Καθαρή Εβδομάδα» — η πρώτη [[εβδομάδα]] της Σαρακοστής («Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[καθαρός]] [[ουρανός]] αστραπές δεν φοβάται» — ο [[ηθικός]] και [[τίμιος]] [[άνθρωπος]] δεν φοβάται τις συκοφαντίες<br />β) «[[καρδία]] [[καθαρά]] και πάτα και στην Άγια Τράπεζα» — γι' αυτούς που στο όνομα της θρησκείας κάνουν τα μεγαλύτερα αίσχη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[φυτοφάγος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθαρόν</i><br />η [[καθαρότητα]], η [[αγνότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[ανοιχτός]], [[ελεύθερος]] (α. «ἐν καθαρῶ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χώρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «oἰκεῖν ἐν τῷ καθαρῷ» — να κατοικεί [[κανείς]] στο ύπαιθρο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[κάθε]] [[υποχρέωση]], απαλλαγμένος από οφειλές<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενή [[καταγωγή]] («[[σπέρμα]] θεοῦ καθαρόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]], [[ακμαίος]] («καθαρὸς [[στρατός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρώς</i> και [[καθαρά]] (AM καθαρώς)<br /><b>1.</b> με [[καθαρότητα]], [[χωρίς]] [[βρομιά]]<br /><b>2.</b> αμιγώς, [[χωρίς]] προσμίξεις (α. «ο [[καθαρά]] [[ελληνικός]] [[πληθυσμός]]» β. «ἔστωσαν δὲ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ευκρινώς, με [[σαφήνεια]] (α. «μίλα [[καθαρά]]» β. «[[μηδὲ]] τὴν λέξιν ἐπαινεῖν ὡς ἀκριβῶς καὶ καθαρῶς ἔχουσαν», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> εμφανώς (α. «φάνηκε [[καθαρά]] η [[κακία]] του» β. «καὶ γὰρ ἃ συνέκρυπτον αὐτοὶ πρότερον, ἐκ μέσου γενομένων ἀναφαίνεται καθαρῶς», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> αποκλειστικά, εντελώς (α. «αυτό το είπε [[καθαρά]] για μένα» β. «καθαρῶς ἐς ἐφήβους τελεῖν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> τίμια, δίκαια («ἡ δὲ καθαρῶς τε καὶμετρίως τὸν βίον διεξελθοῦσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[καθαρά]] και [[ξάστερα]]» — απερίφραστα, με [[παρρησία]], ντόμπρα<br /><b>2.</b> «δεν βλέπει [[καθαρά]]» <br />α) δεν βλέπει καλά, δεν διακρίνει καλά<br />β) δεν αντιλαμβάνεται το [[βάθος]] τών περιστάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η μορφολογική [[διαφορά]] τών τ. [[καθαρός]], [[κοθαρός]] [[είναι]] ανερμήνευτη. Ανάγονται πιθ. σε αρχ. ουδ. <i>κάθαρ</i> ή <i>κόθαρ</i>. Έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις ετυμολογήσεως της λ., που δεν [[είναι]] όμως γενικότερης αποδοχής. Ο τ. εμφανίζεται στην [[Ιλιάδα]] στη φρ. <i>ἐν καθαρῷ</i> «σε ακάλυπτο [[μέρος]]» και στην [[Οδύσσεια]] ως επίθ. της λ. <i>εἵματα</i> και στη φρ. <i>μὴ καθαρῷ θανάτῳ</i> για χαρακτηρισμό απαγχονισμού δούλων. Μετά τον <b>Ομ.</b>, η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[καθάριος]]» για [[νερό]] και «καθαρισμένος» για σπόρο. Η λ. εμφανίζεται [[επίσης]] με θρησκευτική ή [[ηθική]] σημ., ως [[προς]] την οποία αντιδιαστέλλεται [[προς]] το [[μιαρός]] και διαφοροποιείται από το [[αγνός]]. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[καθαρός]] χρησιμοποιείται τόσο με την κυριολεκτική σημ. «ο απαλλαγμένος από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], ο μη [[βρόμικος]]» όσο και με τη μεταφορική «[[αγνός]], [[έντιμος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καθαίρω]], [[καθαρεύω]], [[καθαρίζω]], [[καθάριος]], [[καθαριότητα]](-<i>της</i>), [[καθαρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαριώ]], [[καθάρυλλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καθαροπώλης]], [[καθαρουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθαροάδολος]], <i>καθαρογλυκοπίπερος</i>, [[καθαροδίαιτος]], [[καθαροκόσκινον]], [[καθαροποιός]], [[καθαροπότιον]], [[καθαρότευκτος]], [[καθαροχειρία]], [[καθαρόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθαρόαιμος]], [[καθαρογλώσσημα]], [[καθαρόγλωσσος]], [[καθαρογράφος]], [[καθαρολόγος]]. (Β ' συνθετικό) [[ολοκάθαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλοκάθαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εφτακάθαρος]], [[κατακάθαρος]], [[ξεκάθαρος]], [[πεντακάθαρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm