Anonymous

μεταστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μεταστρέφω]], Μ και ματαστρέφω)<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] [[άλλη]] [[διεύθυνση]] ή [[δίδω]] σε [[κάτι]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαστρέφω]], [[κάνω]] κακή [[χρήση]], [[διαφθείρω]]<br /><b>4.</b> (το μέσ.) <i>μεταστρέφομαι</i><br />[[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επανέρχομαι]] («θαμὰ μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ προειρημένα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναρχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] αμοιβαία [[μετάθεση]] ή [[αλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[στάση]], [[πεποίθηση]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]] («με τα επιχειρήματά μου κατόρθωσα να τον μεταστρέψω»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]], [[μεταβιβάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[μετανοώ]], [[μεταμελούμαι]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλώ]], [[παίρνω]] [[πίσω]]<br /><b>5.</b> απομακρύνομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιστρέφω]] [[σειρά]] ή [[διάταξη]], [[γυρίζω]] [[κάτι]] άνω-[[κάτω]], [[αναποδογυρίζω]], [[αναστρέφω]], [[ανατρέπω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να φύγω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αντεπιστρέφω]], [[ανταποδίδω]] («[[ὅταν]] τις φανερῶς ἐξελέγχηται, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[προς]] όλες τις διευθύνσεις, [[περιστρέφω]] («ἐν ᾧ [[ἀνάγκη]] [[πάντα]] μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λέξεις) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[αντί]] άλλου, [[θέτω]] ένα [[γράμμα]] [[αντί]] άλλου («[[ἀντί]] μὲν τοῦ [[ἰῶτα]] ἤ εἶ ἤ ἦτα μεταστρέφουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για θεούς) στρέφομαι με σκοπό να εκδικηθώ ή να τιμωρήσω («μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[επιμελούμαι]] ή [[περιποιούμαι]] [[κάτι]] («οὔ τι ναυκλήρου [[χερός]]... μεταστρέφουσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>(αμτβ.)</b> στρέφομαι [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[αλλάζω]] δρόμο, [[μεταβάλλω]] τον τρόπο μου<br /><b>7.</b> (το παθ.) α) στρέφομαι ή [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να αντιμετωπίσω έναν εχθρό<br />β) στρέφομαι [[ολόγυρα]] («τὸν Πολυκράτεα [τυχεῖν γὰρ ἀπεστραμμένον πρὸς τὸν τοῑχον] [[οὔτε]] τι μεταστραφῆναι [[οὔτε]] ὑποκρίνασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) <i>μεταστρέψας</i><br />αντίθετα.
|mltxt=(ΑΜ [[μεταστρέφω]], Μ και ματαστρέφω)<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] [[άλλη]] [[διεύθυνση]] ή [[δίδω]] σε [[κάτι]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαστρέφω]], [[κάνω]] κακή [[χρήση]], [[διαφθείρω]]<br /><b>4.</b> (το μέσ.) <i>μεταστρέφομαι</i><br />[[επιστρέφω]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επανέρχομαι]] («θαμὰ μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ προειρημένα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναρχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] αμοιβαία [[μετάθεση]] ή [[αλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[στάση]], [[πεποίθηση]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]] («με τα επιχειρήματά μου κατόρθωσα να τον μεταστρέψω»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]], [[μεταβιβάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαθιστώ]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θρησκεία]]) [[μετανοώ]], [[μεταμελούμαι]]<br /><b>4.</b> [[ανακαλώ]], [[παίρνω]] [[πίσω]]<br /><b>5.</b> απομακρύνομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιστρέφω]] [[σειρά]] ή [[διάταξη]], [[γυρίζω]] [[κάτι]] άνω-[[κάτω]], [[αναποδογυρίζω]], [[αναστρέφω]], [[ανατρέπω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να φύγω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αντεπιστρέφω]], [[ανταποδίδω]] («[[ὅταν]] τις φανερῶς ἐξελέγχηται, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[προς]] όλες τις διευθύνσεις, [[περιστρέφω]] («ἐν ᾧ [[ἀνάγκη]] [[πάντα]] μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λέξεις) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[αντί]] άλλου, [[θέτω]] ένα [[γράμμα]] [[αντί]] άλλου («[[ἀντί]] μὲν τοῦ [[ἰῶτα]] ἤ εἶ ἤ ἦτα μεταστρέφουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για θεούς) στρέφομαι με σκοπό να εκδικηθώ ή να τιμωρήσω («μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[φροντίζω]] για [[κάτι]], [[επιμελούμαι]] ή [[περιποιούμαι]] [[κάτι]] («οὔ τι ναυκλήρου [[χερός]]... μεταστρέφουσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>(αμτβ.)</b> στρέφομαι [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[αλλάζω]] δρόμο, [[μεταβάλλω]] τον τρόπο μου<br /><b>7.</b> (το παθ.) α) στρέφομαι ή [[γυρίζω]] [[πίσω]] για να αντιμετωπίσω έναν εχθρό<br />β) στρέφομαι [[ολόγυρα]] («τὸν Πολυκράτεα [τυχεῖν γὰρ ἀπεστραμμένον πρὸς τὸν τοῖχον] [[οὔτε]] τι μεταστραφῆναι [[οὔτε]] ὑποκρίνασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) <i>μεταστρέψας</i><br />αντίθετα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm