3,274,919
edits
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. [[πιάζω]], ιων. και επικ. τ. [[πιεζέω]] Α<br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] [[δυνατά]], [[ζουλώ]] με [[δύναμη]], [[θλίβω]], [[συνθλίβω]], [[συμπιέζω]], [[ασκώ]] [[πίεση]] (α. «[[πιέζω]] το [[βαμβάκι]]» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[συμμαζεύω]], [[στοιβάζω]], [[πατηκώνω]] («πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ωθώ, [[σκουντώ]], [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[μέσα]] («[[πιέζω]] το ηλεκτρικό [[κουμπί]]»)<br /><b>2.</b> [[συνθλίβω]], [[ζουλώ]] καρπό για να βγάλω τον χυμό («[[πιέζω]] τα σταφύλια»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «πεπιεσμένος [[χάρτης]]» — [[χαρτί]] που κατασκευάζεται με ισχυρή [[συμπίεση]] και αντικαθιστά σε πολλές κατασκευές το [[ξύλο]] ή άλλες ύλες<br />β) «πεπιεσμένος [[αέρας]]» — [[αέρας]] του οποίου ο όγκος έχει ελαττωθεί με [[συμπίεση]] και χρησιμοποιείται ως [[μηχανική]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μαχόμενο στρατό) [[ασκώ]] [[πίεση]], [[σπρώχνω]] [[δυνατά]] ένα [[σημείο]] της εχθρικής παρατάξεως, [[στενοχωρώ]] την [[παράταξη]] του αντιπάλου (α. «οι δυνάμεις μας πιέζουν την αριστερή [[πτέρυγα]] του εχθρού» β. «ὁ δὲ Παυσανίας [[μάλα]] πιεσθεὶς καὶ ἀναχωρήσας ὅσον στάδια [[τέτταρα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε δύσκολη [[θέση]], [[στενοχωρώ]] κάποιον («πιέζων τῷ λόγῳ καὶ συστέλλων ταπεινὸν ἐποίει καὶ ἄτολμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνθλίβω]] [[κάτι]] με [[βάρος]], [[βαραίνω]], [[πλακώνω]] [[κάτι]] από [[πάνω]] («πιεζόμενοι oἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους ἄνω κυρτοῦνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βασανίζω]], [[προκαλώ]] [[λύπη]], [[στενοχώρια]] (α. «μέ πιέζει η [[ανάγκη]]» β. «ἐπίεσε δ' αὐτοὺς πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνω ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (συν. το παθ.) <i>πιέζομαι</i><br />[[δεινοπαθώ]], [[υποφέρω]], καταπιέζομαι («πιεζόμενος δὲ ταῖς περὶ τοὺς παῑδας | |mltxt=ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. [[πιάζω]], ιων. και επικ. τ. [[πιεζέω]] Α<br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] [[δυνατά]], [[ζουλώ]] με [[δύναμη]], [[θλίβω]], [[συνθλίβω]], [[συμπιέζω]], [[ασκώ]] [[πίεση]] (α. «[[πιέζω]] το [[βαμβάκι]]» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[συμμαζεύω]], [[στοιβάζω]], [[πατηκώνω]] («πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ωθώ, [[σκουντώ]], [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[μέσα]] («[[πιέζω]] το ηλεκτρικό [[κουμπί]]»)<br /><b>2.</b> [[συνθλίβω]], [[ζουλώ]] καρπό για να βγάλω τον χυμό («[[πιέζω]] τα σταφύλια»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «πεπιεσμένος [[χάρτης]]» — [[χαρτί]] που κατασκευάζεται με ισχυρή [[συμπίεση]] και αντικαθιστά σε πολλές κατασκευές το [[ξύλο]] ή άλλες ύλες<br />β) «πεπιεσμένος [[αέρας]]» — [[αέρας]] του οποίου ο όγκος έχει ελαττωθεί με [[συμπίεση]] και χρησιμοποιείται ως [[μηχανική]] [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μαχόμενο στρατό) [[ασκώ]] [[πίεση]], [[σπρώχνω]] [[δυνατά]] ένα [[σημείο]] της εχθρικής παρατάξεως, [[στενοχωρώ]] την [[παράταξη]] του αντιπάλου (α. «οι δυνάμεις μας πιέζουν την αριστερή [[πτέρυγα]] του εχθρού» β. «ὁ δὲ Παυσανίας [[μάλα]] πιεσθεὶς καὶ ἀναχωρήσας ὅσον στάδια [[τέτταρα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε δύσκολη [[θέση]], [[στενοχωρώ]] κάποιον («πιέζων τῷ λόγῳ καὶ συστέλλων ταπεινὸν ἐποίει καὶ ἄτολμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνθλίβω]] [[κάτι]] με [[βάρος]], [[βαραίνω]], [[πλακώνω]] [[κάτι]] από [[πάνω]] («πιεζόμενοι oἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους ἄνω κυρτοῦνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βασανίζω]], [[προκαλώ]] [[λύπη]], [[στενοχώρια]] (α. «μέ πιέζει η [[ανάγκη]]» β. «ἐπίεσε δ' αὐτοὺς πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνω ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (συν. το παθ.) <i>πιέζομαι</i><br />[[δεινοπαθώ]], [[υποφέρω]], καταπιέζομαι («πιεζόμενος δὲ ταῖς περὶ τοὺς παῑδας συμφοραῖς» <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[εξαναγκάζω]], [[πειθαναγκάζω]] (α. «τον πίεσαν στην Ασφάλεια και ομολόγησε» β. «πιεζόμενοι [[ὅμως]] τὸ ἐπιτασσόμενον ἐπετέλεον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] με τα χέρια, [[αδράχνω]] («καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]] (α. «ἀπέστειλον ὑπηρέτας ἵνα πιάσωσιν αὐτόν», ΚΔ<br />β. «καὶ ἐπιάσθη τὸ [[θηρίον]] καὶ ὁ μετ' αὐτοῦ [[ψευδοπροφήτης]], Αποκ.)<br /><b>3.</b> (για παλαιστές) [[σφίγγω]] [[δυνατά]] τον αντίπαλο («ἐν μὲν γὰρ τῷ παλαίειν πιεζούμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τα χείλη) [[σφίγγω]] το ένα με το [[άλλο]], [[συμμαζεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπνίγω]] («ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντισταθμίζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («πιέζει τἀγαθῷ τὸ δυστυχές», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσδιορίζω]] [[κάτι]] ακριβώς («πιέζειν δεῖ πῶς ἓν ἐκεῖνο καὶ ἕτερον», Πορφύρ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[τονίζω]] ιδιαιτέρως, [[εξαίρω]] [[κάτι]] («βέλτιστον ταῦτα τοῖς γραμματικοῖς, παρέντας ἐκεῖνα μᾶλλον πιέζειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[επιμένω]] σε [[κάτι]] («τοῦτο [[σφόδρα]] πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν πρὶν ἂν ἱκανῶς εἴπωμεν, τίποτ' ἐστὶν εἰς ὃ [[βλεπτέον]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[πιέζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[e]]<i>pi</i>-<i>sed</i>-<i>jo</i>) [[είναι]] συνθ. από <i>πι</i>-, [[μορφή]] με την οποία απαντά η [[πρόθεση]] <i>ἐπί</i>, και το ρ. <i>ἕζω</i>/[[ἕζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>sed</i>-<i>jo</i>-<i>mai</i>) και έχει [[επομένως]] τη σημ. «[[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σπρώχνω]], [[συντρίβω]]». Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, και το συγγενές αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i><i>dayati</i> «[[πιέζω]], [[πληγώνω]]» [[πρέπει]] να αναχθεί σε τ. <i>pi</i>-<i>zd</i>-<i>ey</i><i>ō</i>. Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], το ρ. [[πιέζω]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. ενός αρχικού <i>πίζω</i> [[κατά]] το <i>ἕζω</i>. Στην [[υπόθεση]] ύπαρξης [[αυτού]] του αμάρτυρου <i>πίζω</i> μάς οδηγεί το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ī</i><i>dayati</i>, το οποίο ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>pizd</i>- (> <i>πίζω</i>). Η [[σύνδεση]] του [[πιέζω]] με τον αρχ. ινδ. τ. θεωρείται πολύ πιθανή και από μορφολογική και από σημασιολογική [[άποψη]]. Εξάλλου, έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι το ρ. συνδέεται και με το λατ. <i>pinso</i> «[[πτίσσω]], [[κόβω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πτίσσω]]). Ο τ. [[πιάζω]] θεωρείται [[δωρικός]] [[αλλά]] μπορεί να ερμηνευθεί και ως [[αποτέλεσμα]] φωνολογικής εναλλαγής [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i> ([[πρβλ]]. [[αμφιάζω]]), ενώ ο τ. <i>πιεζ</i>-<i>έω</i> [[είναι]] [[υστερογενής]], σχηματισμένος [[κατά]] τα συνηρημένα (<b>πρβλ.</b> [[κυρέω]]: [[κύρω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πίεση]](-<i>ις</i>), [[πίεσμα]], [[πιεστός]], [[πίεστρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιεσμός]], [[πιεστήρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πιεστής]], [[πιεστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[πιεζογραφία]], [[πιεζογράφος]], [[πιεζοηλεκτρικός]], [[πιεζοηλεκτρισμός]], [[πιεζομαγνητισμός]], [[πιεζομετρία]], [[πιεζόμετρο]], [[πιεζοξείδιο]]. (Β' συνθετικό) [[εκπιέζω]], [[εμπιέζω]], [[καταπιέζω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιπιέζω</i>, [[αναπιέζω]], [[αποπιέζω]], [[διαπιέζω]], [[επιπιέζω]], [[παραπιέζω]], [[περιπιέζω]], [[προπιέζω]], [[προσπιέζω]], [[συνεκπιέζω]], <i>υποπιέζω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |