3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παίω]] και βοιωτ. τ. πήω (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], με ράβδο ή με όπλο («τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτη) [[χτυπώ]] με το [[κουπί]] («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) [[βάλλω]] («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[διώχνω]] («παῑε, | |mltxt=[[παίω]] και βοιωτ. τ. πήω (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], με ράβδο ή με όπλο («τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτη) [[χτυπώ]] με το [[κουπί]] («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) [[βάλλω]] («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[διώχνω]] («παῑε, παῖ,... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά<br /><b>6.</b> [[συγκρούομαι]] με [[κάτι]] («πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταβροχθίζω]]<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[πληγώνω]] («ἐς [[τάχος]] παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασι», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (σχετικά με τη [[δίψα]]) [[καταπαύω]], [[σβήνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[παίω]] προέρχεται από έναν αμάρτυρο τ. <i>παFίω</i> (<b>πρβλ.</b> [[καίω]] <span style="color: red;"><</span> <i>καFyω</i>) και συνδέεται με το λατ. <i>pavio</i> «[[χτυπώ]]». Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, οι αρχικοί τ. του μέλλ. και αορ. [[πρέπει]] να ήταν: <i>παύσω</i> και <i>ἔπαυσα</i>, από τους οποίους στη [[συνέχεια]] προήλθε το ρ. [[παύω]], ενώ οι τ. <i>παίσω</i>, <i>ἔπαισα</i> θεωρούνται μτγν. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[παίω]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>παίσω</i> και συνδέεται με το λατ. <i>pinso</i> «[[κόπτω]], [[σπάζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, αμφβλ. παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. [[παίω]] με τις λ. [[παιάν]] και [[πταίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |