Anonymous

ροδόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> φτειαγμένος με [[ρόδα]] ή από [[ρόδα]] («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[ρόδο]] ή που θυμίζει [[ρόδο]] («ῥοδόεσσα [[χάρις]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που περιβάλλεται από [[ρόδα]] («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει ρόδινο [[χρώμα]] («εἴρια ῥοδόεντα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>wodowe</i> = <i>ῥοδόεν</i>].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> φτειαγμένος με [[ρόδα]] ή από [[ρόδα]] («ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[ρόδο]] ή που θυμίζει [[ρόδο]] («ῥοδόεσσα [[χάρις]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που περιβάλλεται από [[ρόδα]] («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που έχει ρόδινο [[χρώμα]] («εἴρια ῥοδόεντα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>wodowe</i> = <i>ῥοδόεν</i>].
}}
}}