Anonymous

σκληρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκληρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ά Ν, και δωρ. τ. [[σκλαρός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> [[συμπαγής]], [[άκαμπτος]], ανελαστικός, αυτός που δεν υποχωρεί σε εξωτερική [[πίεση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον μαλακό, [[υγρό]] και [[ελαστικό]] (α. «σκληρό [[χώμα]]» β. «[τῷ] [[ξύλον]] [οὐ] σκληρὸν γίνεται, [οὐ] μαλακόν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τραχύς]] στην αφή, σε [[αντιδιαστολή]] με τον απαλό (α. «σκληρό [[τρίχωμα]]» β. «ξηρὰς [[εἶναι]] τὰς σάρκας αὐτῶν καὶ τὸ [[δέρμα]] σκληρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βαρύς]], [[δυσάρεστος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ήπιο, εύκρατο και ευχάριστο (α. «[[σκληρός]] [[χειμώνας]]» β. «σκληρό [[κλίμα]]» γ. «διὰ τὸ σκληρότατον παρὰ πολὺ τῆς Αρκαδίας ἔχειν ἀέρα καὶ τόπον», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[ανάλγητος]], [[άσπλαχνος]], [[άπονος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ευσπλαχνικό (α. «σκληρή [[καρδιά]], [[γιατί]] να σ' αγαπήσω» β. «[[σκληρός]] [[κατακτητής]]» γ. «δικαστὴν δριμύν... οὐδὲ τοὺς τρόπους γε [[δήπου]] σκληρόν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) υπερβολικά [[αυστηρός]], [[οδυνηρός]], [[αμείλικτος]], [[καταθλιπτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον επιεική, ελαφρύ και τον ανώδυνο (α. «σκληρή [[ποινή]]» β. «σκληρά [[μέτρα]] λιτότητας» γ. «σκληρή ζωή» δ. «σκληρά [[λόγια]]» ε. «τοῖς δὲ συμφοραὶ σκληραὶ πάρεισιν», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) [[δύσκολος]], [[επίπονος]], [[επίμοχθος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον εύκολο (α. «σκληρή δουλειά» β. «σκληρή [[προπόνηση]]» γ. «σκληραὶ ἀγωγαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άτεγκτος]], [[αδιάλλακτος]], [[ανυποχώρητος]] (α. «[[σκληρός]] [[διπλωμάτης]]» β. «επέδειξε σκληρή [[στάση]]»)<br />β) [[σφοδρός]], [[πεισματώδης]] («σκληρές μάχες»)<br />γ) [[δύστροπος]], απείθαρχος, [[ατίθασος]] («σκληρό [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σκληρά [[μήνιγγα]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[τρίτη]] και τελευταία [[προς]] τα έξω από τις [[τρεις]] μήνιγγες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, η οποία [[είναι]] ισχυρή, αρκετού πάχους και πυκνής υφής [[ινώδης]] μεμβράνη με [[διάταξη]] πιο πολύπλοκη από τη [[διάταξη]] τών δύο άλλων<br />β) «σκληρά [[υπερώα]]»<br /><b>ανατ.</b> το πρόσθιο άνω [[τοίχωμα]] της στοματικής κοιλότητας, το οποίο σχηματίζεται από τις υπερώιες αποφύσεις της άνω γνάθου και από τα οριζόντια πέταλα τών υπερώιων οστών, αλλ. πρόσθια [[υπερώα]]<br />γ) «σκληρές ακτίνες»<br /><b>φυσ.</b> ακτινοβολίες με [[μεγάλη]] διεισδυτική [[ικανότητα]]<br />δ) «[[σκληρός]] [[χιτώνας]]»<br /><b>ανατ.</b> ο [[ινώδης]] [[χιτώνας]] που αποτελεί το ανθεκτικό [[περίβλημα]] του οφθαλμού το οποίο προστατεύει τους εσωτερικούς χιτώνες και τα υγρά του<br />ε) «σκληρό [[νερό]]» — [[νερό]] με [[μεγάλη]] [[περιεκτικότητα]] σε [[άλατα]] του ασβεστίου και του μαγνησίου<br />ζ) «σκληρό [[καρύδι]]»<br /><b>μτφ.</b> i) [[άνθρωπος]] με [[μεγάλη]] σωματική [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] στις κακουχίες, σκληραγωγημένος<br />ii) [[άνθρωπος]] [[σταθερός]] στις θέσεις του και στις απόψεις του, [[ανυποχώρητος]], [[πεισματάρης]], [[σκληροτράχηλος]]<br />η) «[[σκληρός]] [[μαγνήτης]]»<br /><b>φυσ.</b> [[μαγνήτης]] που δύσκολα απομαγνητίζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαρύς]], [[τραχύς]] («σκληροτέρα ή [[φωνή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ισχυρός]] («τὰ πλοῑα... ὑπo σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (για [[γεύση]] ή για [[οσμή]] και [[κυρίως]] σχετικά με [[κρασί]]) [[αψύς]], [[δυνατός]]<br /><b>4.</b> (για φως) πολύ [[έντονος]], αυτός που προσβάλλει το [[αισθητήριο]] της όρασης<br /><b>5.</b> (για το ύφος του λόγου) [[άκαμπτος]] («σκληρὰ [[φράσις]]», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκληρόν</i><br />η [[σκληρότητα]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκληρά</i><br />τα δυσχερή έργα, οι δύσκολες πράξεις<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «σκληρὰ κοιλίη» — λεγόταν για τη [[δυσκοιλιότητα]]<br />β) «σκληρὰ [[ἀοιδός]]» — [[ποιητικός]] [[χαρακτηρισμός]] της Σφίγγας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκληρώς</i> / <i>σκληρῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σκληρά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σκληρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[άνεση]] («σκληρῶς εὐνάζεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με [[δυσκολία]], με [[δυσχέρεια]]<br /><b>3.</b> με [[τραχύτητα]] («σκληρῶς αὐλεῖν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>- του [[σκέλλω]], -<i>ομαι</i> «[[ξηραίνω]], [[στεγνώνω]], [[είμαι]] [[κατάξερος]]» (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> [[σκληφρός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[ψυχρός]], [[κυδρός]]), <b>βλ.</b> και λ. [[σκέλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σκληρία]], [[σκληρότητα]], [[σκληρύνω]], [[σκληρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκληρασία]], [[σκληριάζω]], [[σκληρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληράδα]], [[σκληραίνω]], [[σκληρίζω]], [[σκληροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[σκληραγωγώ]], [[σκληρόδερμος]], [[σκληροκάρδιος]], [[σκληροκέφαλος]], [[σκληροπρόσωπος]], [[σκληρόσαρκος]], [[σκληρόστομος]], [[σκληροτράχηλος]], [[σκληρόφυλλος]], [[σκληρόψυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκληραύχην]], [[σκληρευνία]], [[σκληρόγεως]], [[σκληροδίαιτος]], [[σκληροειδής]], [[σκληρόθριξ]], [[σκληρόνους]], [[σκληροπαγής]], [[σκληροποιός]], [[σκληρόπους]], [[σκληροτυχής]], [[σκληρουργός]], [[σκληρόφθαλμος]], [[σκληρόφρων]], [[σκληροφυής]], [[σκληρόχειρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκληρόβιος]], [[σκληρογνώμων]], [[σκληρόσπλαγχνος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>σκληράργιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληρογόνος]], [[σκληροδακτυλία]], [[σκληρόκαρδος]], [[σκληρόπετσος]]<br />(Β<i>΄</i> συνθετικό) [[υπόσκληρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απόσκληρος</i>, [[επίσκληρος]], [[κατάσκληρος]], [[περίσκληρος]], [[υπέρσκληρος]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[σκληρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ά Ν, και δωρ. τ. [[σκλαρός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> [[συμπαγής]], [[άκαμπτος]], ανελαστικός, αυτός που δεν υποχωρεί σε εξωτερική [[πίεση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον μαλακό, [[υγρό]] και [[ελαστικό]] (α. «σκληρό [[χώμα]]» β. «[τῷ] [[ξύλον]] [οὐ] σκληρὸν γίνεται, [οὐ] μαλακόν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τραχύς]] στην αφή, σε [[αντιδιαστολή]] με τον απαλό (α. «σκληρό [[τρίχωμα]]» β. «ξηρὰς [[εἶναι]] τὰς σάρκας αὐτῶν καὶ τὸ [[δέρμα]] σκληρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βαρύς]], [[δυσάρεστος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ήπιο, εύκρατο και ευχάριστο (α. «[[σκληρός]] [[χειμώνας]]» β. «σκληρό [[κλίμα]]» γ. «διὰ τὸ σκληρότατον παρὰ πολὺ τῆς Αρκαδίας ἔχειν ἀέρα καὶ τόπον», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[ανάλγητος]], [[άσπλαχνος]], [[άπονος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ευσπλαχνικό (α. «σκληρή [[καρδιά]], [[γιατί]] να σ' αγαπήσω» β. «[[σκληρός]] [[κατακτητής]]» γ. «δικαστὴν δριμύν... οὐδὲ τοὺς τρόπους γε [[δήπου]] σκληρόν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) υπερβολικά [[αυστηρός]], [[οδυνηρός]], [[αμείλικτος]], [[καταθλιπτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον επιεική, ελαφρύ και τον ανώδυνο (α. «σκληρή [[ποινή]]» β. «σκληρά [[μέτρα]] λιτότητας» γ. «σκληρή ζωή» δ. «σκληρά [[λόγια]]» ε. «τοῖς δὲ συμφοραὶ σκληραὶ πάρεισιν», <b>Ευρ.</b>)<br />δ) [[δύσκολος]], [[επίπονος]], [[επίμοχθος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον εύκολο (α. «σκληρή δουλειά» β. «σκληρή [[προπόνηση]]» γ. «σκληραὶ ἀγωγαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άτεγκτος]], [[αδιάλλακτος]], [[ανυποχώρητος]] (α. «[[σκληρός]] [[διπλωμάτης]]» β. «επέδειξε σκληρή [[στάση]]»)<br />β) [[σφοδρός]], [[πεισματώδης]] («σκληρές μάχες»)<br />γ) [[δύστροπος]], απείθαρχος, [[ατίθασος]] («σκληρό [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σκληρά [[μήνιγγα]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[τρίτη]] και τελευταία [[προς]] τα έξω από τις [[τρεις]] μήνιγγες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, η οποία [[είναι]] ισχυρή, αρκετού πάχους και πυκνής υφής [[ινώδης]] μεμβράνη με [[διάταξη]] πιο πολύπλοκη από τη [[διάταξη]] τών δύο άλλων<br />β) «σκληρά [[υπερώα]]»<br /><b>ανατ.</b> το πρόσθιο άνω [[τοίχωμα]] της στοματικής κοιλότητας, το οποίο σχηματίζεται από τις υπερώιες αποφύσεις της άνω γνάθου και από τα οριζόντια πέταλα τών υπερώιων οστών, αλλ. πρόσθια [[υπερώα]]<br />γ) «σκληρές ακτίνες»<br /><b>φυσ.</b> ακτινοβολίες με [[μεγάλη]] διεισδυτική [[ικανότητα]]<br />δ) «[[σκληρός]] [[χιτώνας]]»<br /><b>ανατ.</b> ο [[ινώδης]] [[χιτώνας]] που αποτελεί το ανθεκτικό [[περίβλημα]] του οφθαλμού το οποίο προστατεύει τους εσωτερικούς χιτώνες και τα υγρά του<br />ε) «σκληρό [[νερό]]» — [[νερό]] με [[μεγάλη]] [[περιεκτικότητα]] σε [[άλατα]] του ασβεστίου και του μαγνησίου<br />ζ) «σκληρό [[καρύδι]]»<br /><b>μτφ.</b> i) [[άνθρωπος]] με [[μεγάλη]] σωματική [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] στις κακουχίες, σκληραγωγημένος<br />ii) [[άνθρωπος]] [[σταθερός]] στις θέσεις του και στις απόψεις του, [[ανυποχώρητος]], [[πεισματάρης]], [[σκληροτράχηλος]]<br />η) «[[σκληρός]] [[μαγνήτης]]»<br /><b>φυσ.</b> [[μαγνήτης]] που δύσκολα απομαγνητίζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαρύς]], [[τραχύς]] («σκληροτέρα ή [[φωνή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ισχυρός]] («τὰ πλοῖα... ὑπo σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (για [[γεύση]] ή για [[οσμή]] και [[κυρίως]] σχετικά με [[κρασί]]) [[αψύς]], [[δυνατός]]<br /><b>4.</b> (για φως) πολύ [[έντονος]], αυτός που προσβάλλει το [[αισθητήριο]] της όρασης<br /><b>5.</b> (για το ύφος του λόγου) [[άκαμπτος]] («σκληρὰ [[φράσις]]», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκληρόν</i><br />η [[σκληρότητα]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκληρά</i><br />τα δυσχερή έργα, οι δύσκολες πράξεις<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «σκληρὰ κοιλίη» — λεγόταν για τη [[δυσκοιλιότητα]]<br />β) «σκληρὰ [[ἀοιδός]]» — [[ποιητικός]] [[χαρακτηρισμός]] της Σφίγγας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκληρώς</i> / <i>σκληρῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σκληρά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σκληρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[άνεση]] («σκληρῶς εὐνάζεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με [[δυσκολία]], με [[δυσχέρεια]]<br /><b>3.</b> με [[τραχύτητα]] («σκληρῶς αὐλεῖν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>- του [[σκέλλω]], -<i>ομαι</i> «[[ξηραίνω]], [[στεγνώνω]], [[είμαι]] [[κατάξερος]]» (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> [[σκληφρός]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[ψυχρός]], [[κυδρός]]), <b>βλ.</b> και λ. [[σκέλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σκληρία]], [[σκληρότητα]], [[σκληρύνω]], [[σκληρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκληρασία]], [[σκληριάζω]], [[σκληρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληράδα]], [[σκληραίνω]], [[σκληρίζω]], [[σκληροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[σκληραγωγώ]], [[σκληρόδερμος]], [[σκληροκάρδιος]], [[σκληροκέφαλος]], [[σκληροπρόσωπος]], [[σκληρόσαρκος]], [[σκληρόστομος]], [[σκληροτράχηλος]], [[σκληρόφυλλος]], [[σκληρόψυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκληραύχην]], [[σκληρευνία]], [[σκληρόγεως]], [[σκληροδίαιτος]], [[σκληροειδής]], [[σκληρόθριξ]], [[σκληρόνους]], [[σκληροπαγής]], [[σκληροποιός]], [[σκληρόπους]], [[σκληροτυχής]], [[σκληρουργός]], [[σκληρόφθαλμος]], [[σκληρόφρων]], [[σκληροφυής]], [[σκληρόχειρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκληρόβιος]], [[σκληρογνώμων]], [[σκληρόσπλαγχνος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>σκληράργιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληρογόνος]], [[σκληροδακτυλία]], [[σκληρόκαρδος]], [[σκληρόπετσος]]<br />(Β<i>΄</i> συνθετικό) [[υπόσκληρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απόσκληρος</i>, [[επίσκληρος]], [[κατάσκληρος]], [[περίσκληρος]], [[υπέρσκληρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm