Anonymous

πράττω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, [[πράσσω]] ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων.-επικ. τ. [[πρήσσω]], κρητ. τ. πράδδω, Α<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[διενεργώ]], [[κάνω]] (α. «έπραξε το [[καθήκον]] του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «τοῦ πράττειν [[πάντα]], Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα [[πεπραγμένα]]<br />ό,τι έχει γίνει, ό,τι έχει πραγματοποιηθεί, ό,τι έχει εκτελεστεί ώς τη δεδομένη [[στιγμή]] («τα [[πεπραγμένα]] του διοικητικού συμβουλίου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὖ [[πράττω]]» — [[ευτυχώ]]<br />β) «κακῶς [[πράττω]]» — [[δυστυχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου, ζω («πώς πράσσουν εις τα [[νιότα]] των, πώς πράσσουν σα γεράσουν», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> έχω [[εμπειρία]] ή [[γνώση]] ενός πράγματος («ότι δεν είδ' ουδ' ήπραξα στσι τόπους που [[γυρίζω]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> ζω [[κάπου]] ή [[συναναστρέφομαι]] κάποιους («ήπρασσε στο [[παλάτι]]» Ερωτοκρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώς]] [[πράττω]]» — [[κάνω]] καλά, [[ενεργώ]] σωστά<br />β) «[[κακώς]] [[πράττω]]» — [[κάνω]] [[κάτι]] εσφαλμένα, δεν [[κάνω]] καλά, [[ενεργώ]] [[κακώς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μελετώ]], [[σπουδάζω]] (α. «[[ἅπερ]] δὲ πεπράχαμεν Ἀριστοφάνους δράματα», λεξ. Σούδ.<br />β. «ἐν τοῖς πραττομένοις» — στα υπό [[ανάγνωση]] ποιήματα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανύω]], [[περνώ]] (α. «[[πράσσω]] κέλευθον, ὁδόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε... ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῑο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε μια [[θέση]] ή [[κατάσταση]] («ὁ μὲν ἐπ' Αἰθίοπας [[στόλος]] οὕτω ἔπρηξε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]] («ἐπράχθη τὰ μέγιστα», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] ενέργειες, [[προσπαθώ]] («μὴ δεῡρο πλεῖν τὴν ναῡν ἔπραττεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με μυστικές και δόλιες ενέργειες) [[επιχειρώ]] («πράττοντές τινες δήμου κατάλυσιν ἐλήφθησαν», Ανδοκ.)<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] («πράσσει γὰρ [[ἔργω]] μὲν [[σθένος]] βουλαῑσι δὲ [[φρήν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτυγχάνω]] («ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν [[κλέος]] ἔπραξεν» — πέτυχε ένδοξη [[νίκη]] στους αγώνες, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διαπραγματεύομαι]] (α. «[[πράττω]] εἰρήνην» β. «[[πράττω]] φιλίαν» γ. «οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως», <b>Θουκ.</b><br />δ. «τῷ γὰρ Ἱπποκράτει καὶ ἐκείνῳ τὰ Βοιώτια πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐπράσσετο»)<br /><b>9.</b> [[επιφέρω]] [[βλάβη]], [[προκαλώ]] [[συμφορά]], [[κάνω]] [[κακό]] («λεόντεσσιν ἀργοτέροις ἔπρασσεν φόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («Ὀνήσιλος... [[ὅσπερ]] τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[φονεύω]], [[εκτελώ]] κάποιον («ἔπρασσε δ' ἁπέρ νιν ὧδε θάπτει» — όπως τον αποτελείωσε, [[έτσι]] και τον έθαψε, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[καθιστώ]], [[κάνω]]<br /><b>13.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] (α. «σὺ μὲν τὰ [[σαυτῆς]] πράσσ' ἐμοὶ δὲ σὺ ξένε τ' αληθὲς εἰπε» — εσύ κάνε καλά τη δουλειά σου, σ' εμένα όμως, ξένε, να πεις την [[αλήθεια]], <b>Σοφ.</b><br />β. «ὡς ἂν πεπεισμένος [[μάλιστα]] πράττειν τὰ δέοντα», <b>Ξεν.</b><br />γ. «οὐδ' εὖ... οἰκοῦνται αἱ πόλεις [[ὅταν]] τὰ αὐτῶν ἕκαστοι πράττωσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>14.</b> [[πολιτεύομαι]], [[διοικώ]], [[άρχω]]<br /><b>15.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με χρηματικό [[ποσό]]) [[απαιτώ]] και [[παίρνω]] από κάποιον (α. «πράσσει με τόκον» — μέ εξαναγκάζει να καταβάλω τόκο, <b>Αριστοφ.</b><br />β. «πράττειν τινὰ [[ἀργύριον]]» — [[απαιτώ]] και [[παίρνω]] χρήματα, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (σχετικά με δημόσιες εισφορές ή δασμούς) [[εισπράττω]] («[[φόρον]] ἔπρησσον παρ' ἑκάστων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[διεκδικώ]] («τοὐφειλομενον πράσσουσα Δίκη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>18.</b> <b>μτφ.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>19.</b> <b>παθ.</b> <i>πράττομαι</i><br />α) διενεργούμαι, διεξάγομαι [[κρυφά]] («εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' [[ἐνθένδε]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) τελούμαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]] («φεῡ, φεῡ, πέπρακται», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) καλούμαι να πληρώσω [[κάτι]] («ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) (ο παθ. παρακμ. και υπερσ. με [[μέση]] σημ.) <i>πέπραγμαι</i> και <i>ἐπεπράγμην</i><br />[[λαμβάνω]] («εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν [[δίκην]]» — εάν είχαν λάβει από αυτόν το επιδικασθέν [[ποσό]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>20.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ πράσσοντες</i> και <i>πράττοντες</i><br />προδότες<br /><b>21.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ πραχθέντα</i><br />τα γεγονότα, τα συμβάντα<br /><b>22.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πράσσω]] [[πολλά]]» — [[προσπαθώ]] με όλο μου το [[σθένος]] και τη [[δύναμη]]<br />β) «[[πράττω]] τὰ κοινά» ή «[[πράττω]] τὰ [[δημόσια]]» ή «[[πράττω]] τὰ [[πολιτικά]]» ή «[[πράττω]] τὰ τῆς πόλεως» — [[συμμετέχω]] στα κοινά, [[ασχολούμαι]] με τα [[δημόσια]] πράγματα, [[παίρνω]] [[μέρος]] στην [[πολιτική]] ζωή<br />γ) «εὖ πράττειν» — ως [[ευχή]] στις επιστολές<br />στ) «[[πράττω]] τι [[ὑπέρ]] τινος» — [[τελώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[προς]] [[χάρη]] κάποιου ή ως [[εκπρόσωπος]] κάποιου («ἔπραξε δὲ [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως τὰ πάτρια τὰ πρὸς τοὺς θεούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ζ) «πράττομαι τινά τι» — [[παίρνω]] από κάποιον για τον εαυτό μου («ἐκεῖνος πράττεται τοὺς παρ' αὑτοῦ σῑτον ἐξάγοντας τριακοστήν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πρᾱττω</i> ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>per</i><i>ā</i>- «[[διακομίζω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[πέρνημι]], [[πείρω]], [[πέρα]]), με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και απαθές το δεύτερο (<b>πρβλ.</b> <i>πραθῆναι</i>, [[πρᾶσις]], [[πράτης]], [[πρατός]]). Το ρ. [[πράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρά</i>-<i>κ</i>-<i>jο</i>) εμφανίζει άηχη ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πρᾶξις]], [[πρακτήρ]]), [[αλλά]] και ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πράγ</i>-<i>ην</i>, <i>πέ</i>-<i>πραγ</i>-<i>α</i>). Κατά τον ίδιο τρόπο με άηχη και ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] έχουν σχηματιστεί και τα ρ. [[πλήττω]] και [[πήγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πράγμα]], [[πράκτωρ]], [[πράξη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράγος]], [[πρακτήρ]], [[πράκτης]], [[πρακτός]], [[πρακτύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[διαπράττω]], [[εισπράττω]], [[συμπράττω]], <i>συνεισπράττω</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αναπράττω</i>, <i>αντιπράττω</i>, <i>εκπράττω</i>, [[επεισπράττω]], <i>καταπράττω</i>, <i>παραπράττω</i>, [[παρεισπράττω]], <i>προπράττω</i>, <i>προσπράττω</i>, <i>συνδιαπράττω</i>, <i>υπερπράττω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προεισπράττω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, [[πράσσω]] ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων.-επικ. τ. [[πρήσσω]], κρητ. τ. πράδδω, Α<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[διενεργώ]], [[κάνω]] (α. «έπραξε το [[καθήκον]] του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «τοῦ πράττειν [[πάντα]], Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα [[πεπραγμένα]]<br />ό,τι έχει γίνει, ό,τι έχει πραγματοποιηθεί, ό,τι έχει εκτελεστεί ώς τη δεδομένη [[στιγμή]] («τα [[πεπραγμένα]] του διοικητικού συμβουλίου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὖ [[πράττω]]» — [[ευτυχώ]]<br />β) «κακῶς [[πράττω]]» — [[δυστυχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου, ζω («πώς πράσσουν εις τα [[νιότα]] των, πώς πράσσουν σα γεράσουν», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> έχω [[εμπειρία]] ή [[γνώση]] ενός πράγματος («ότι δεν είδ' ουδ' ήπραξα στσι τόπους που [[γυρίζω]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> ζω [[κάπου]] ή [[συναναστρέφομαι]] κάποιους («ήπρασσε στο [[παλάτι]]» Ερωτοκρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώς]] [[πράττω]]» — [[κάνω]] καλά, [[ενεργώ]] σωστά<br />β) «[[κακώς]] [[πράττω]]» — [[κάνω]] [[κάτι]] εσφαλμένα, δεν [[κάνω]] καλά, [[ενεργώ]] [[κακώς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μελετώ]], [[σπουδάζω]] (α. «[[ἅπερ]] δὲ πεπράχαμεν Ἀριστοφάνους δράματα», λεξ. Σούδ.<br />β. «ἐν τοῖς πραττομένοις» — στα υπό [[ανάγνωση]] ποιήματα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανύω]], [[περνώ]] (α. «[[πράσσω]] κέλευθον, ὁδόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε... ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῑο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε μια [[θέση]] ή [[κατάσταση]] («ὁ μὲν ἐπ' Αἰθίοπας [[στόλος]] οὕτω ἔπρηξε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]] («ἐπράχθη τὰ μέγιστα», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]] ενέργειες, [[προσπαθώ]] («μὴ δεῡρο πλεῖν τὴν ναῡν ἔπραττεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με μυστικές και δόλιες ενέργειες) [[επιχειρώ]] («πράττοντές τινες δήμου κατάλυσιν ἐλήφθησαν», Ανδοκ.)<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] («πράσσει γὰρ [[ἔργω]] μὲν [[σθένος]] βουλαῑσι δὲ [[φρήν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτυγχάνω]] («ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν [[κλέος]] ἔπραξεν» — πέτυχε ένδοξη [[νίκη]] στους αγώνες, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διαπραγματεύομαι]] (α. «[[πράττω]] εἰρήνην» β. «[[πράττω]] φιλίαν» γ. «οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως», <b>Θουκ.</b><br />δ. «τῷ γὰρ Ἱπποκράτει καὶ ἐκείνῳ τὰ Βοιώτια πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐπράσσετο»)<br /><b>9.</b> [[επιφέρω]] [[βλάβη]], [[προκαλώ]] [[συμφορά]], [[κάνω]] [[κακό]] («λεόντεσσιν ἀργοτέροις ἔπρασσεν φόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («Ὀνήσιλος... [[ὅσπερ]] τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[φονεύω]], [[εκτελώ]] κάποιον («ἔπρασσε δ' ἁπέρ νιν ὧδε θάπτει» — όπως τον αποτελείωσε, [[έτσι]] και τον έθαψε, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[καθιστώ]], [[κάνω]]<br /><b>13.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] (α. «σὺ μὲν τὰ [[σαυτῆς]] πράσσ' ἐμοὶ δὲ σὺ ξένε τ' αληθὲς εἰπε» — εσύ κάνε καλά τη δουλειά σου, σ' εμένα όμως, ξένε, να πεις την [[αλήθεια]], <b>Σοφ.</b><br />β. «ὡς ἂν πεπεισμένος [[μάλιστα]] πράττειν τὰ δέοντα», <b>Ξεν.</b><br />γ. «οὐδ' εὖ... οἰκοῦνται αἱ πόλεις [[ὅταν]] τὰ αὐτῶν ἕκαστοι πράττωσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>14.</b> [[πολιτεύομαι]], [[διοικώ]], [[άρχω]]<br /><b>15.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με χρηματικό [[ποσό]]) [[απαιτώ]] και [[παίρνω]] από κάποιον (α. «πράσσει με τόκον» — μέ εξαναγκάζει να καταβάλω τόκο, <b>Αριστοφ.</b><br />β. «πράττειν τινὰ [[ἀργύριον]]» — [[απαιτώ]] και [[παίρνω]] χρήματα, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (σχετικά με δημόσιες εισφορές ή δασμούς) [[εισπράττω]] («[[φόρον]] ἔπρησσον παρ' ἑκάστων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[διεκδικώ]] («τοὐφειλομενον πράσσουσα Δίκη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>18.</b> <b>μτφ.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>19.</b> <b>παθ.</b> <i>πράττομαι</i><br />α) διενεργούμαι, διεξάγομαι [[κρυφά]] («εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' [[ἐνθένδε]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) τελούμαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]] («φεῡ, φεῡ, πέπρακται», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) καλούμαι να πληρώσω [[κάτι]] («ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) (ο παθ. παρακμ. και υπερσ. με [[μέση]] σημ.) <i>πέπραγμαι</i> και <i>ἐπεπράγμην</i><br />[[λαμβάνω]] («εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν [[δίκην]]» — εάν είχαν λάβει από αυτόν το επιδικασθέν [[ποσό]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>20.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ πράσσοντες</i> και <i>πράττοντες</i><br />προδότες<br /><b>21.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ πραχθέντα</i><br />τα γεγονότα, τα συμβάντα<br /><b>22.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πράσσω]] [[πολλά]]» — [[προσπαθώ]] με όλο μου το [[σθένος]] και τη [[δύναμη]]<br />β) «[[πράττω]] τὰ κοινά» ή «[[πράττω]] τὰ [[δημόσια]]» ή «[[πράττω]] τὰ [[πολιτικά]]» ή «[[πράττω]] τὰ τῆς πόλεως» — [[συμμετέχω]] στα κοινά, [[ασχολούμαι]] με τα [[δημόσια]] πράγματα, [[παίρνω]] [[μέρος]] στην [[πολιτική]] ζωή<br />γ) «εὖ πράττειν» — ως [[ευχή]] στις επιστολές<br />στ) «[[πράττω]] τι [[ὑπέρ]] τινος» — [[τελώ]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[προς]] [[χάρη]] κάποιου ή ως [[εκπρόσωπος]] κάποιου («ἔπραξε δὲ [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως τὰ πάτρια τὰ πρὸς τοὺς θεούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ζ) «πράττομαι τινά τι» — [[παίρνω]] από κάποιον για τον εαυτό μου («ἐκεῖνος πράττεται τοὺς παρ' αὑτοῦ σῖτον ἐξάγοντας τριακοστήν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πρᾱττω</i> ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>per</i><i>ā</i>- «[[διακομίζω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[πέρνημι]], [[πείρω]], [[πέρα]]), με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και απαθές το δεύτερο (<b>πρβλ.</b> <i>πραθῆναι</i>, [[πρᾶσις]], [[πράτης]], [[πρατός]]). Το ρ. [[πράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρά</i>-<i>κ</i>-<i>jο</i>) εμφανίζει άηχη ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πρᾶξις]], [[πρακτήρ]]), [[αλλά]] και ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πράγ</i>-<i>ην</i>, <i>πέ</i>-<i>πραγ</i>-<i>α</i>). Κατά τον ίδιο τρόπο με άηχη και ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] έχουν σχηματιστεί και τα ρ. [[πλήττω]] και [[πήγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πράγμα]], [[πράκτωρ]], [[πράξη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράγος]], [[πρακτήρ]], [[πράκτης]], [[πρακτός]], [[πρακτύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[διαπράττω]], [[εισπράττω]], [[συμπράττω]], <i>συνεισπράττω</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αναπράττω</i>, <i>αντιπράττω</i>, <i>εκπράττω</i>, [[επεισπράττω]], <i>καταπράττω</i>, <i>παραπράττω</i>, [[παρεισπράττω]], <i>προπράττω</i>, <i>προσπράττω</i>, <i>συνδιαπράττω</i>, <i>υπερπράττω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προεισπράττω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πράττω:''' Αττ. αντί [[πράσσω]].
|lsmtext='''πράττω:''' Αττ. αντί [[πράσσω]].
}}
}}