Anonymous

τύφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[βγάζω]] καπνό, [[καπνίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[περιβάλλω]] με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[γεμίζω]] [[κάτι]] με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ πυρπολῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) [[καταστρέφω]] [[κάτι]] καίγοντάς το, [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε καπνό<br />δ) <b>μτφ.</b> i) [[ζαλίζω]], [[μωραίνω]]<br />ii) [[υποκινώ]], [[υποδαυλίζω]] («ὁ συμμαχικὸς [[πόλεμος]] [[πάλαι]] τυφόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τύφομαι</i><br />καίγομαι [[σιγά]] [[σιγά]], [[κρυφοκαίω]] («τυφέσθω [[Κύκλωψ]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τύφω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θύφω</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>d</i><sup>h</sup><i>ub</i><sup>h</sup>- που αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>d</i><sup>h</sup><i>eu</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>θύω</i> [Ι]). Το θ. του ρήματος συνδέεται με τα: αρχ. ιρλδ. <i>dub</i> «[[μαύρος]]», γοτθ. <i>daufs</i> «πωρωμένος, [[ασυνείδητος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>toub</i> «[[ανόητος]]» και <i>t</i><i>ū</i><i>rar</i>, <i>t</i><i>ū</i><i>bar</i> «[[τρελός]]». Το ρ. [[τύφω]] διατηρεί την αρχική σημ. της ρίζας <i>d</i><sup>h</sup><i>ub</i><sup>h</sup>- «[[καπνός]]». Τα παράγωγα [[ωστόσο]] του ρήματος [[τύφος]] και [[τυφλός]] χρησιμοποιήθηκαν με την εξελιγμένη σημ. της ρίζας: «[[σκοτάδι]], [[σκοταδισμός]] του πνεύματος, [[ανοησία]], [[μωρία]], [[μεγαλομανία]], [[καυχησιολογία]], [[ματαιοδοξία]], [[αλαζονεία]]». Το επίθ. [[τυφλός]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που δεν βλέπει, που βρίσκεται στο [[σκοτάδι]], ενώ το ουσ. [[τύφος]], [[εκτός]] από «[[ανοησία]], [[αλαζονεία]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει στην ιατρική [[ορολογία]] τη [[νάρκη]] και τον λήθαργο που προκαλείται από υψηλό πυρετό].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῖα τύφειν καπνόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[βγάζω]] καπνό, [[καπνίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[περιβάλλω]] με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[γεμίζω]] [[κάτι]] με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ πυρπολῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) [[καταστρέφω]] [[κάτι]] καίγοντάς το, [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε καπνό<br />δ) <b>μτφ.</b> i) [[ζαλίζω]], [[μωραίνω]]<br />ii) [[υποκινώ]], [[υποδαυλίζω]] («ὁ συμμαχικὸς [[πόλεμος]] [[πάλαι]] τυφόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>τύφομαι</i><br />καίγομαι [[σιγά]] [[σιγά]], [[κρυφοκαίω]] («τυφέσθω [[Κύκλωψ]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τύφω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θύφω</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>d</i><sup>h</sup><i>ub</i><sup>h</sup>- που αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>d</i><sup>h</sup><i>eu</i>- «[[διασκορπίζω]], [[στροβιλίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>θύω</i> [Ι]). Το θ. του ρήματος συνδέεται με τα: αρχ. ιρλδ. <i>dub</i> «[[μαύρος]]», γοτθ. <i>daufs</i> «πωρωμένος, [[ασυνείδητος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>toub</i> «[[ανόητος]]» και <i>t</i><i>ū</i><i>rar</i>, <i>t</i><i>ū</i><i>bar</i> «[[τρελός]]». Το ρ. [[τύφω]] διατηρεί την αρχική σημ. της ρίζας <i>d</i><sup>h</sup><i>ub</i><sup>h</sup>- «[[καπνός]]». Τα παράγωγα [[ωστόσο]] του ρήματος [[τύφος]] και [[τυφλός]] χρησιμοποιήθηκαν με την εξελιγμένη σημ. της ρίζας: «[[σκοτάδι]], [[σκοταδισμός]] του πνεύματος, [[ανοησία]], [[μωρία]], [[μεγαλομανία]], [[καυχησιολογία]], [[ματαιοδοξία]], [[αλαζονεία]]». Το επίθ. [[τυφλός]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που δεν βλέπει, που βρίσκεται στο [[σκοτάδι]], ενώ το ουσ. [[τύφος]], [[εκτός]] από «[[ανοησία]], [[αλαζονεία]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει στην ιατρική [[ορολογία]] τη [[νάρκη]] και τον λήθαργο που προκαλείται από υψηλό πυρετό].
}}
}}
{{lsm
{{lsm