Anonymous

τροπαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τροπή]], στη [[μετατροπή]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυγή]] τών εχθρών στο [[πεδίο]] της μάχης<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[φυγή]] ή [[ήττα]], [[φοβερός]] («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» — φοβεροί στα μάτια του Έκτορος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει [[κάτι]], [[συνήθως]] [[κακό]], [[αλεξίκακος]] («ὦ Ζεῡ τροπαῑε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσωνυμία]] θεών ή και αγαλμάτων τους και, [[ιδίως]], του [[Διός]] ως βοηθού και συμπαραστάτη που έτρεπε σε [[φυγή]] τους εχθρούς παρέχοντας [[έτσι]] τη [[νίκη]] («Ζηνὶ τροπαίῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[τροπαία]]<br />α) (ενν. [[πνοή]]) [[πνοή]] ανέμου από τη [[θάλασσα]] [[προς]] την [[ξηρά]], θαλάσσια [[αύρα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[τροπή]], [[μετατροπή]], [[μεταβολή]]<br />γ) <b>φρ.</b> «[[τροπαία]] κακῶν» — [[απαλλαγή]] από [[δεινά]], από συμφορές» (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τροπή]], στη [[μετατροπή]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυγή]] τών εχθρών στο [[πεδίο]] της μάχης<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[φυγή]] ή [[ήττα]], [[φοβερός]] («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» — φοβεροί στα μάτια του Έκτορος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει [[κάτι]], [[συνήθως]] [[κακό]], [[αλεξίκακος]] («ὦ Ζεῡ τροπαῖε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσωνυμία]] θεών ή και αγαλμάτων τους και, [[ιδίως]], του [[Διός]] ως βοηθού και συμπαραστάτη που έτρεπε σε [[φυγή]] τους εχθρούς παρέχοντας [[έτσι]] τη [[νίκη]] («Ζηνὶ τροπαίῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[τροπαία]]<br />α) (ενν. [[πνοή]]) [[πνοή]] ανέμου από τη [[θάλασσα]] [[προς]] την [[ξηρά]], θαλάσσια [[αύρα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[τροπή]], [[μετατροπή]], [[μεταβολή]]<br />γ) <b>φρ.</b> «[[τροπαία]] κακῶν» — [[απαλλαγή]] από [[δεινά]], από συμφορές» (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i> της ρίζας του [[τρέπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm