τροπαῖος

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπαῖος Medium diacritics: τροπαῖος Low diacritics: τροπαίος Capitals: ΤΡΟΠΑΙΟΣ
Transliteration A: tropaîos Transliteration B: tropaios Transliteration C: tropaios Beta Code: tropai=os

English (LSJ)

α, ον,
A of a turning or of a change (cf. τροπαία).
II of defeat or for defeat (τροπή ΙΙ), τροπαῖά τ' ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (sc. σφάγια) E.Heracl.402; Ζεὺς Τροπαῖος, Zeus Tropaeus, Zeus as giver of victory, S.Ant. 143 (anap.), Tr.303, E.Heracl.867, IG22.1028.27; hence στήσαιεν Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος ib.2.2717.
2 causing rout, appalling, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, i.e. terrible to the eyes of Hector, E.El.469 (lyr.), cf. 1174.—Cf. τρόπαιον.

French (Bailly abrégé)

τρόπαιος: α, ον :
I. 1 qui fait tourner, càd qui met en fuite ; qui donne la victoire (Zeus);
2 qui détourne les maux (cf. lat. averruncus);
II. détourné, écarté ; ἡ τροπαία (πνοή) vent qui tourne ; p. ext. changement, vicissitude.
Étymologie: τροπή.

German (Pape)

1 zur Wendung, zum Wechsel, zur Veränderung gehörig. – Bes. zur Umkehr, zur Flucht gehörig, ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα sc. ἱερά, Eur. Heracl. 402; dah. θεοὶ τροπαῖοι, die Götter, die den Feind in die Flucht gewendet und Sieg verliehen haben, bes. Ζεύς (Soph. Ant. 143 Eur. Heracl. 867), Ποσειδῶν und Ἥρα. – Auch wie ἀποτρόπαιος, Abwender, Ζεύς Soph. Trach. 303.
2 pass., abgewendet, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, mit den Blicken von Hektor abgewendet, Eur. El. 467.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπαῖος -α -ον [τρέπω] adj. een wending teweegbrengend, vlucht teweegbrengend:; Ζεὺς τροπαῖος Zeus die op de vlucht doet slaan Soph. Ant. 143; τροπαῖά τ’ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (offers) om de vijand op de vlucht te doen slaan en de stad te redden Eur. Hcld. 402; ook het kwaad afwerend (= ἀποτροπαῖος):. ὦ Ζεῦ τροπαῖε o Zeus, die het kwaad afweert Soph. Tr. 303. subst. ἡ τροπαία omslag, ommekeer:. τροπαία λήματος verandering van inzicht Aeschl. Sept. 706; τροπαία κακῶν omslag in de ellende Aeschl. Ch. 775. τὸ τροπαῖον, τρόπαιον trofee, zegeteken, gedenkteken (van het op de vlucht laten slaan v. d. vijand):; τροπαῖον πῶς ἀναστήσεις Διί; hoe zult u een zegeteken voor Zeus oprichten? Eur. Phoen. 572; met gen.:; τροπαῖον τῆς τροπῆς een gedenkteken van de overwinning Thuc. 2.92.5; met prep.:; στῆσαι τροπαῖα κατὰ τῶν πολεμίων gedenktekens voor de overwinning op de vijand Lys. 18.3; overdr.: κοὐδεὶς τροπαῖ’ ἔστησε τῶν ἐμῶν χερῶν en niemand heeft een trofee opgericht omdat hij mijn handen heeft overwonnen Soph. Tr. 1102; τροπαῖον ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων (alleen een god) zou een overwinning kunnen behalen op haar (van Penia) manier van doen Aristoph. Pl. 453.

Russian (Dvoretsky)

τρόπαιος: ион. и староатт. τροπαῖος 3
1 обращающий (врагов) в бегство (Ζεύς Soph., Eur.);
2 отвращающий несчастья (Ζεύς Soph.);
3 заставляющий отвернуться: τ. ὄμμασί τινος Eur. заставляющий кого-л. отвести глаза - см. тж. τροπαία, τροπαῖα и τρόπαιον.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο της μάχης
3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» — φοβεροί στα μάτια του Έκτορος, Ευρ.)
4. αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει κάτι, συνήθως κακό, αλεξίκακος («ὦ Ζεῡ τροπαῖε», Σοφ.)
5. προσωνυμία θεών ή και αγαλμάτων τους και, ιδίως, του Διός ως βοηθού και συμπαραστάτη που έτρεπε σε φυγή τους εχθρούς παρέχοντας έτσι τη νίκη («Ζηνὶ τροπαίῳ», Σοφ.)
6. το θηλ. ως ουσ.τροπαία
α) (ενν. πνοή) πνοή ανέμου από τη θάλασσα προς την ξηρά, θαλάσσια αύρα
β) μτφ. τροπή, μετατροπή, μεταβολή
γ) φρ. «τροπαία κακῶν» — απαλλαγή από δεινά, από συμφορές» (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

τροπαῖος: -α, -ον,
I. 1. αυτός που ανήκει στην ήττα (τροπήII), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ενν. ἱερά), θυσία για την ήττα των εχθρών, σε Ευρ.· ΖεὺςΤροπαῖος, αυτός που δίνει την νίκη, σε Σοφ.
2. αυτός που προξενεί την ήττα, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, δηλ. φοβεροί στα μάτια του Έκτορα, σε Ευρ.
II. όπως το ἀποτρόπαιος, αυτός που αποτρέπει κάτι, που το απομακρύνει, Λατ. averruncus, Ζεύς, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τροπαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. τροπαία, ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. ἱερά), θυσία ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. Ἡρακλ. 402· Ζεὺς Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. Ἡρακλ. 867· ὅθεν, στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, φοβερός, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. τρόπαιον. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἀποτρόπαιος, ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, Ζεὺς Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D.

Middle Liddell

τροπαῖος, η, ον
I. of or for defeat (τροπή II), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (sc. ἱερά) a sacrifice for their defeat, Eur.; Ζεὺς Τρ., as giver of victory, Soph.
2. causing rout, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, i. e. terrible to the eyes of Hector, Eur.
II. like ἀποτρόπαιος, averting, Lat. averruncus, Ζεύς Soph.

English (Woodhouse)

putting to rout

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

tropaeum, tropaeum, trophy, 1.30.1, 1.54.1. 1.54.11.2.1. 1.2.11.63.3, 1.105.7. 1.105.71.105.72.22.2. 2.79.7. 2.82.1. 2.84.4. 2.92.4. 2.92.5. 2.92.53.91.5. 3.109.2. 3.112.8. 4.12.1 (de Brasidae clypeo concerning the shield of Brasidas), 4.14.5. 4.25.11. 4.38.4. 4.44.3. 4.56.1. 4.67.5. 4.72.4. 4.97.1. 4.101.4. 4.124.4. 4.131.2. 4.134.1, 4.12.2. 5.3.4. 5.10.6, 5.10.12. 5.74.2. 6.70.3. 6.94.2. 6.97.6. 6.98.4, 6.100.3. 6.103.1. 7.5.3. 7.23.4. 7.24.1. 7.34.7. 7.34.8. 7.41.4, 7.45.1. 7.54.1. 7.72.1. 8.24.1. 8.25.3. 8.42.5. 8.95.7. 8.106.4.